Ενώ η ευρωζώνη βρίσκεται αντιμέτωπη με την αύξηση του πολιτικού ρίσκου και μια υπαρξιακή κρίση ταυτότητας, οι οικονομίες της «περιφέρειας», που χτυπήθηκαν από την κρίση χρέους του 2011-2013, δηλαδή η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ελλάδα και η Ιρλανδία, δείχνουν από τα τέλη του 2015 να χάνουν τη δυναμική τους (momentum) σε σχέση με τις χώρες του «πυρήνα» (κυρίως Γερμανία και Γαλλία).

«Η υπαρξιακή κρίση της ευρωζώνης έχει τις ρίζες της στην αποδόμηση του πολιτικού κέντρου»
εκτιμούσε ο David Folkerts – Landau, επικεφαλής οικονομολόγος για το σύνολο του ομίλου της Deutsche Bank, σημειώνοντας μάλιστα πως η εξαθλίωση των ανέργων και οι πιέσεις στα εισοδήματα παραπέμπουν στα μέσα της δεκαετίας του 1930.
Ο ίδιος, ταυτιζόμενος μάλλον με τη θέση του γερμανού υπουργού Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, φαίνεται αντίθετος με την επεκτατική νομισματική πολιτική του προέδρου της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, σημειώνοντας πως οι μελλοντικές γενεές ίσως δεν συγχωρέσουν την αφελή, όπως τη χαρακτηρίζει, εμπιστοσύνη μας στην πολιτική της ευρωτράπεζας. «Θέλουμε να διακινδυνεύσει το σημαντικότερο οικονομικό πρότζεκτ στην Ιστορία;» αναρωτιέται ο ίδιος, εκτιμώντας πως τα προβλήματα της Ευρώπης είναι διαρθρωτικά και όχι κυκλικά.
Οι περιφερειακές χώρες δεν παράγουν αρκετή ανάπτυξη για να μειώσουν τα υψηλά επίπεδα χρέους και της ανεργίας. Αυτό οφείλεται στην έλλειψη μεταρρυθμίσεων, αλλά οι κυβερνήσεις, λέει, δεν κινητοποιούνται προς αυτή την κατεύθυνση (των μη δημοφιλών μεταρρυθμίσεων), καθώς έχουν τη στήριξη της ΕΚΤ. Η ποσοτική χαλάρωση ήταν ένα δώρο, όπως υποστηρίζει, προς την περιφέρεια της ζώνης του ευρώ. Για τον ίδιο μόνο οι μεταρρυθμίσεις υπέρ της ανάπτυξης θα αποτρέψουν μια αργή αποσύνθεση της ευρωζώνης λόγω της οικονομικής στασιμότητας.
Η Ελλάδα


Ο πρόεδρος της ευρωτράπεζας Μάριο Ντράγκι, πάντως, υπερασπίζεται την πολιτική του θεωρώντας πως αποφέρει αποτελέσματα, ενώ ετοιμάζεται στις 8 Δεκεμβρίου να ανακοινώσει την επέκταση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, το οποίο για τους οικονομολόγους δεν αναμένεται να ολοκληρωθεί πριν από τον Σεπτέμβριο του 2018.

Για την Ελλάδα πάντως η συμμετοχή στο πρόγραμμα «τυπώματος χρήματος» της ευρωτράπεζας προϋποθέτει, σύμφωνα με την αγορά, την ύπαρξη μιας μίνιμουμ περαιτέρω προόδου στο θέμα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους και στη συνέχεια χρειάζεται να υπάρξει θετικό αποτέλεσμα –από την ανεξάρτητη από το ΔΝΤ και την Επιτροπή –σχετικά με την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους από την ΕΚΤ.
Για τη Citigroup, μέρος της επιβράδυνσης της περιφέρειας της ζώνης του ευρώ είναι κυκλική, λόγω της μειωμένης ζήτησης και των πολύ χαμηλών ποσοστών αποταμίευσης. Ωστόσο, η δημοσιονομική και η νομισματική πολιτική παραμένουν υποστηρικτικές. Αυτό που έχει παρατηρηθεί πάντως είναι ότι υπάρχει μια ευρεία πολιτική στροφή, μακριά από την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων σε πολλές χώρες.
Τα δημοψηφίσματα


Οι εκλογές και τα δημοψηφίσματα εξάλλου που θα λάβουν χώρα τους επόμενους μήνες στην Ιταλία, την Ισπανία και την Αυστρία, καθώς και στη Γαλλία τον Απρίλιο του 2017, σύμφωνα με τη Saxo Bank θα μειώσουν τη διάθεση για μέτρα λιτότητας (ή για δημοσιονομική εξυγίανση). Προς το παρόν, τα κεϊνσιανού τύπου προγράμματα κινήτρων δεν έχουν γίνει αποδεκτά –με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο είναι πιθανό να επιλέξει μια στρατηγική δαπανών υποδομής ώστε να ξεπεράσει την αβεβαιότητα που γεννήθηκε στον απόηχο της ψήφου υπέρ του Brexit. Η Ιταλία, της οποίας το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές δεν έχει αυξηθεί ούτε κατά το ελάχιστο τα τελευταία 15 χρόνια, αλλά και η Ισπανία και η Πορτογαλία, δεν αναμένεται να πετύχουν τον στόχο μείωσης του ελλείμματος για το 2016 και το 2017.
Στην περίπτωση της Γαλλίας, και λαμβάνοντας υπόψη το οικονομικό πρόγραμμα των βασικών υποψήφιων της Δεξιάς και της Αριστεράς για το προεδρικό χρίσμα, το εκλογικό αποτέλεσμα θα αποτελέσει, ούτως ή άλλως, διάψευση της δέσμευσης για έλλειμμα 3% − όπως συνέβη άλλωστε και στο παρελθόν, στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Λόγω της απουσίας μιας συντονισμένης ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής, κυριαρχεί το «ο καθένας για τον εαυτό του». Καθώς οι μεγαλύτεροι πολιτικοί και οικονομικοί «παίκτες» της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η Γερμανία και η Γαλλία, θα προετοιμάζονται για τις γενικές εκλογές του 2017. Αυτό θα μειώσει τον αριθμό των ζητημάτων επί των οποίων μπορούν να βρουν κοινό έδαφος Βερολίνο και Παρίσι και θα αφήσει το μπλοκ χωρίς κάποια συνεκτική ηγεσία, τόσο κατά τη διάρκεια του τελευταίου τριμήνου του 2017 όσο και μετά από αυτό.
Για την Ελλάδα η Citigroup εκτιμά πως, ενώ έχει κάνει μια στροφή προς τη μεταρρυθμιστική ατζέντα από το καλοκαίρι του 2015, η έλλειψη της «κυριότητας» του προγράμματος διάσωσης από την κυβέρνηση και η έλλειψη ορατότητας για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους εξακολουθούν να πιέζουν τις προοπτικές ανάπτυξης της χώρας.
Κίνδυνος υποβαθμίσεων


Είναι χαρακτηριστικό ότι η Bank of America / Merrill Lynch προβλέπει για το 2017 ανάπτυξη 1,2%, έναντι 1% της Deutsche Bank, 1,7% της Credit Suisse, 0,5% της Citigroup, 1,5% της UBS, 0,7% της Barclays, 1,8% της Moody’s, με το consensus, δηλαδή τον μέσο όρο των εκτιμήσεων, να διαμορφώνεται στο 0,9%, την ώρα πάντως που το ΔΝΤ (+2,8%) ξεπερνά τις εκτιμήσεις της Κομισιόν και του προϋπολογισμού για ανάπτυξη στο 2,7% τον επόμενο χρόνο, αλλά για διαφορετικούς λόγους και με ένα διαφορετικό μείγμα πολιτικής.
Για τη Citi τα πολύ υψηλά ποσοστά δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, σε συνδυασμό με τις ασθενέστερες προοπτικές ανάπτυξης και τη μεγάλη πολιτική αβεβαιότητα, αυξάνουν τον κίνδυνο για υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης των χωρών τις ευρωπαϊκής περιφέρειας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ