Συμφωνία-μαμούθ αξίας 47 δισ. δολαρίων σχεδιάζουν η βρετανική καπνοβιομηχανία British American Tobacco (ΒΑΤ) και η αμερικανική ανταγωνίστριά της Reynolds. Η συγχώνευση, αν τελικώς πραγματοποιηθεί, θα φέρει υπό την ίδια ιδιοκτησία ευπώλητες σε κάθε γωνιά της γης επωνυμίες τσιγάρων, όπως είναι η Lucky Strike, η Rothmans, η Dunhill και η Camel.
Σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής πληροφορίες, η βρετανική εταιρεία, η μετοχή της οποίας μετέχει στο δείκτη FTSE 100 του Χρηματιστηρίου του Λονδίνου, προσφέρει στη Reynolds 20 δισ. δολάρια σε μετρητά και 27 δισ. δολάρια σε μετοχές. Η προσφορά ανεβάζει την αξία της κάθε μετοχής της Reynolds στα 56,50δολάρια από τα 47,17 δολάρια στα οποία έκλεισε η μετοχή το βράδυ της Πέμπτης.
Η BAT εκτιμά ότι με την εξαγορά θα πετύχει συνέργειες της τάξεως των 400 εκατ. δολαρίων ετησίως, χάρη στην εκμετάλλευση σημαντικών περιουσιακών στοιχείων της Reynolds, όπως είναι το εργοστάσιο παραγωγής της αμερικανικής εταιρείας στο Τομπάκοβιλ της αμερικανικής Πολιτείας της Βόρειας Καρολίνας.
Οι διαπραγματεύσεις για τη συγχώνευση ΒΑΤ και Reynolds δεν έχουν πάντως ακόμη ξεκινήσει. Πέρυσι η Reynolds ολοκλήρωσε την εξαγορά της αμερικανικής ανταγωνίστριάς της Lorillard αντί 25 δισ. δολαρίων. Η ενοποιημένη εταιρεία υποχρεώθηκε από τις εποπτικές αρχές να πουλήσει ένα αριθμό επωνυμιών που εκμεταλλεύεται, όπως την Kool, τη Salem και τη Winston. Οι τρεις αυτές επωνυμίες εξαγοράστηκηαν στη συνέχεια από τη βρετανική Imperial Tobacco αντί 7,1 δισ. δολαρίων.
Η BAT ανακοίνωσε επίσης την Παρασκευή αύξηση του τζίρου της κατά 8,1% το πρώτο εννεάμηνο του τρέχοντος έτους συγκριτικά με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα πέρυσι. Το πρωί της Παρασκευής η τιμή της μετοχής της ΒΑΤ ενισχυόταν κατά περίπου 3% στις 49,40 στερλίνες στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου.
Όπως μεταδίδει ο επιχειρηματικός συντάκτης του BBC Ντόμινικ Ο’Κόνελ, η εξαγορά της Reynolds, εφόσον πραγματοποιηθεί, θα αποτελέσει τη μεγαλύτερη σε αξία συμφωνία βρετανικής εταιρείας στο εξωτερικό τα τελευταία χρόνια. Ο βρετανός αναλυτής θεωρεί, επίσης, ότι η συμφωνία διαψεύδει όσους έσπευδαν μετά το Brexit για να κινδυνολογήσουν ότι η ασθενέστερη στερλίνα θα απέτρεπε την επέκταση βρετανικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό.