«Η δίκαιη αντιμετώπιση των δανείων σε καθυστέρηση αποτελεί ευκαιρία και μάλιστα μόνο η δίκαιη αυτή αντιμετώπιση είναι ευκαιρία, καθώς οποιαδήποτε άλλη επιλογή δεν θα επανέφερε την ισορροπία που απαιτείται για να εξαλειφθούν οι κοινωνικές και οικονομικές στρεβλώσεις που οδήγησαν στην παρατεταμένη ύφεση», ανέφερε ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, Λεωνίδας Φραγκιαδάκης, μιλώντας στο πολυσυνέδριο Capital Vision.

«Η ευκαιρία προέρχεται πρώτα από το γεγονός ότι η εξεύρεση λύσεων θα βοηθήσει στην επανεκκίνηση της παραγωγικότητας του έως τώρα αποκλεισμένου κοινωνικού συνόλου των μη ενήμερων δανειοληπτών. Για να γίνει αυτό, αλλά ταυτόχρονα να τηρείται η ισορροπία μεταξύ νέων χρηματοδοτήσεων και κάλυψης των επισφαλειών από κεφάλαια, είναι αναγκαίο η υποστήριξη των μη ενήμερων δανειοληπτών να γίνεται μόνο σε όσους δύνανται και επιθυμούν να επιστρέψουν στην παραγωγικότητα. Διαφορετικά, η στήριξη των στρατηγικά μη ενήμερων θα ήταν σε βάρος, πρώτον, των ενήμερων και δεύτερον, σε βάρος νέων χρηματοδοτήσεων που τόσο έχει ανάγκη η οικονομία», τόνισε ο Λεωνίδας Φραγκιαδάκης.

Όπως ανέφερε η εξήγηση είναι η εξής: «Αναφορικά με τους ενήμερους δανειολήπτες, ειδικά στις επιχειρηματικές πιστοδοτήσεις, οποιαδήποτε στήριξη ή ανοχή σε στρατηγικούς κακοπληρωτές θα οδηγούσε σε στρέβλωση του ανταγωνισμού εις βάρος των υγιών επιχειρήσεων».

«Αναφορικά με τις χρηματοδοτήσεις, πιστεύω πως οι τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες για να διαχειριστούν τα δάνεια σε καθυστέρηση, όμως η ταχεία αντιμετώπισή τους θα φέρει το πλεονέκτημα της απελευθέρωσης του τραπεζικού ενεργητικού. Αυτό θα επιτρέψει στις τράπεζες να αναλάβουν πιο εύκολα και πρόθυμα περισσότερο κίνδυνο σε νέες χρηματοδοτήσεις» ανέφερε ο κ. Φραγκιαδάκης και πρόσθεσε ότι «αντιλαμβάνεται κανείς ότι οποιαδήποτε χρήση κεφαλαίων δεν είναι σε αυτή την κατεύθυνση θα γινόταν αδίκως εις βάρος της ανάκαμψης και εις βάρος όσων θέλουν πραγματικά η οικονομία να αναπτυχθεί εκ νέου, βασιζόμενη σε ένα νέο και βιώσιμο τρόπο λειτουργίας».

Αναφερόμενος στο τραπεζικό σύστημα είπε ότι έχει αλλάξει και αναδιαμορφωθεί σε σχέση με παλαιότερα και θα συνεχίσει προς αυτή την κατεύθυνση.

«Τα χρόνια της ύφεσης και της δημοσιονομικής κρίσης είχαν μεγάλο αντίκτυπο στον κλάδο τόσο σε επίπεδο κεφαλαίων όσο και ρευστότητας. Βρισκόμαστε, λοιπόν, σήμερα σε ένα σημείο που πρέπει να βελτιστοποιήσουμε τις ενέργειές μας, σαν τραπεζικό σύστημα, προς όφελος της ανάκαμψης, χωρίς να έχει επιλυθεί πλήρως η πηγή των περιορισμών σε κεφάλαια και ρευστότητα. Η συμβολή μας στην ανάκαμψη θα μπορέσει να μεγιστοποιηθεί όταν επιστρέψει η καταθετική και επενδυτική εμπιστοσύνη. Απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό είναι η ομαλή υλοποίηση του προγράμματος χρηματοδότησης του κράτους και οι επιτυχείς και έγκαιρες αξιολογήσεις».

«Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να κλείσει γρήγορα η δεύτερη αξιολόγηση για να μη χαθεί ο παλμός που σιγά-σιγά χτίζεται. Η αφοσίωση του πολιτικού συστήματος στην τήρηση των δεσμεύσεων της χώρας είναι μονόδρομος για την σταδιακή μείωση των αποδόσεων των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, κάτι που κατ’επέκταση θα συμβάλλει στη μείωση και του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών και των επιχειρήσεων» ανέφερε.

Επισήμανε ότι «η συμπίεση του κόστους κινδύνου για ελληνικά στοιχεία ενεργητικού, ελληνικές επιχειρήσεις και ελληνικά project θα έχει πολύ μεγάλο όφελος για το δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Το κράτος θα μπορέσει να ωφεληθεί στο φιλόδοξο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων που καλείται να εκτελέσει λόγω της αύξησης των αποτιμήσεων των περιουσιακών του στοιχείων που έπεται του μειωμένου κόστους κινδύνου».

«Επιπρόσθετα, σε ένα περιβάλλον που οι ελληνικές τράπεζες, λόγω των δεσμεύσεών τους αλλά και των εποπτικών τους υποχρεώσεων έχουν περιορισμούς στην χρηματοδότηση του κράτους και συνδεδεμένων με αυτό εταιρίες (π.χ. ΔΕΚΟ), η πτώση του κόστους κινδύνου θα δώσει σε αυτές τις εταιρίες πρόσβαση σε χρηματοδότηση από τις αγορές και με καλύτερους όρους» πρόσθεσε.

Παράλληλα, τόνισε ότι «η συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι, επίσης, ιδιαίτερης σημασίας και όχι τόσο ως πηγή χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου – άλλωστε οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας κατά τη διάρκεια του τρέχοντος Προγράμματος καλύπτονται από τη συμφωνία με τους θεσμούς και σε ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια – αλλά ως σηματοδότηση της εμπιστοσύνης των θεσμών στην ελληνική οικονομία και τη σταθερότητά της. Αυτό θα έχει άμεσο και θετικό αντίκτυπο πρωτίστως στον εγχώριο χρηματοπιστωτικό τομέα: θα μπορέσουν οι τράπεζες και πάλι να αντλήσουν μεσομακροπρόθεσμη χρηματοδότηση σε επίπεδα κόστους που προσεγγίζουν τα αντίστοιχα άλλων ανάλογων εκδοτών της ευρωζώνης, μειώνοντας παράλληλα την εξάρτηση τους από το ευρωσύστημα».

«Αυτή η πρόσβαση των τραπεζών σε ρευστότητα είναι απαραίτητη τόσο ώστε να διοχετευτεί στην οικονομία όσο και για να τηρηθούν οι επερχόμενες εποπτικές υποχρεώσεις αναφορικά με την αναδιάταξη του παθητικού και των εργαλείων που αυτή προσφέρει, που στόχο έχει την ενίσχυση της εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα» επεσήμανε ο κ. Φραγκιαδάκης.

«Για παράδειγμα, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις που θα απορρέουν από τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές αρχές στο πλαίσιο των Ελάχιστων Απαιτήσεων Επιλέξιμων Στοιχείων Παθητικού (MREL) από το 2018 και μετά, ενδέχεται να επιφέρουν την ανάγκη για πρόσβαση στις αγορές για την άντληση σημαντικών ποσών σε επίπεδο συστήματος. Κάτι τέτοιο, θα μπορέσει να γίνει επιτυχώς και σε ανεκτά επίπεδα κόστους μόνο στα πλαίσια της ένταξης της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, και δύσκολα εκτός αυτού. Η επιτυχής κάλυψη αυτών των αναγκών θα δημιουργήσει ένα επιπλέον τείχος προστασίας συμβάλλοντας ακόμα περισσότερο στην εμπιστοσύνη των καταθετών, γεγονός που σε δεύτερο χρόνο θα οδηγήσει και στην περαιτέρω σταδιακή χαλάρωση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και συνακόλουθα στην επιστροφή στην κανονικότητα για την λειτουργία του εγχώριου τραπεζικού συστήματος προς όφελος της πραγματικής οικονομία» κατέληξε.