Κάμψη των ταξιδιωτικών εισπράξεων λόγω της μείωσης των τιμών προβλέπει για το 2016 ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας, παρότι και το 2016 διατηρείται η ανοδική τάση στον αριθμό των διεθνών αφίξεων.

«Σε κάποιο βαθμό, όμως, αυτό επιτεύχθηκε με την προσφορά ιδιαίτερα ανταγωνιστικών τιμών, στοιχείο που τελικά επέδρασε αρνητικά στο σύνολο των ταξιδιωτικών εισπράξεων, οι οποίες πιθανότατα θα παρουσιάσουν κάμψη για το σύνολο του έτους, κατά τι ταχύτερη από το μέσο όρο μείωσης της τελευταίας δεκαετίας», σημείωσε, χαιρετίζοντας τις εργασίες του 15ου συνεδρίου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) τη Δευτέρα. Ο ίδιος πρόσθεσε ωστόσο ότι θετικό στοιχείο «είναι ότι ανακόπηκε η καθοδική τάση του μέσου χρόνου παραμονής στη χώρα μας, και το πρώτο εξάμηνο του 2016 είδαμε μια μικρή αύξηση».

Παράλληλα, υπογράμμισε ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια του τουριστικού τομέα αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης και στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2016 έχουν ανέλθει σε ποσοστό 54,3%. «Το ποσοστό αυτό είναι πολύ υψηλότερο του αντίστοιχου δείκτη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων του συνόλου της οικονομίας (45,1%). Το φαινόμενο θα πρέπει να ερευνηθεί και να αντιμετωπισθεί», δήλωσε.
Αναφερόμενος στις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος για την ελληνική οικονομία, επισήμανε ότι δείχνουν ανάκαµψη της οικονοµικής δραστηριότητας που ξεκινά από το β’ εξάµηνο του 2016 και συνεχίζεται το 2017 και 2018. Συγκεκριμένα, το 2016 αναµένεται µικρή µείωση του ΑΕΠ, της τάξεως του 0,3%, και ανάπτυξη 2,5% και 3% για το 2017 και 2018 αντίστοιχα. «Οι προβλέψεις βασίζονται στην υπόθεση ότι οι μεταρρυθμίσεις και οι ιδιωτικοποιήσεις, που έχει συμφωνήσει η ελληνική κυβέρνηση με τους θεσμούς, θα υλοποιηθούν και θα ολοκληρωθεί εγκαίρως η εκταμίευση των σχετικών δόσεων, προκειμένου να ενισχυθεί η ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας, καθώς και στο ότι θα συνεχιστεί η διευκολυντική νοµισµατική πολιτική από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)», τόνισε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ο ίδιος υπογράμμισε ότι τυχόν καθυστέρηση «στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και ιδιαίτερα στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων θα περιορίσει την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα την αναζωπύρωση της αβεβαιότητας, την υπονόμευση του κλίματος εμπιστοσύνης και την εξασθένηση των προοπτικών οριστικής εξόδου από την κρίση». Εξίσου σημαντική θεωρεί την έναρξη ουσιαστικών συζητήσεων με τους εταίρους για την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους. «Διότι, εάν το ελληνικό χρέος δεν κριθεί βιώσιμο, η προβλεπόμενη έξοδος στις αγορές το 2018 δεν είναι εφικτή».
Ως προϋποθέσεις για την τόνωση και διαφοροποίηση της τουριστικής ζήτησης και την αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος ανέφερε τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση υποδομών (περιφερειακά αεροδρόμια, μαρίνες, υποδομές κρουαζιέρας κ.α.) της χώρας, ενώ ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στην «αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και τη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων, όσον αφορά τον χωροταξικό σχεδιασμό. Αυτό θα επιτρέψει την προσέλκυση νέων επενδύσεων, που θα αναβαθμίσουν το τουριστικό προϊόν», τόνισε. Ενώ και η μείωση των φορολογικών συντελεστών «είναι απαραίτητη προϋπόθεση, όσον αφορά τη δημιουργία ενός θεσμικού περιβάλλοντος φιλικού προς την επιχειρηματικότητα και την προσέλκυση νέων επενδύσεων».
Σε ό,τι αφορά τη μείωση των τουριστικών εισπράξεων, παρά την άνοδο των επισκεπτών, η οποία επιτάθηκε από τη μείωση των τιμών, εξήγησε ότι «υποκρύπτει όμως και μια πιο μακροχρόνια τάση, δηλαδή την υποχώρηση των δαπανών ανά επισκέπτη και ανά διανυκτέρευση που εντοπίζεται τα τελευταία χρόνια. Από το 2005 παρατηρείται τάση μείωσης της δαπάνης ανά επισκέπτη της τάξης του 2,5% ετησίως, με αποτέλεσμα αυτή να έχει πλέον υποχωρήσει στα 598 ευρώ ανά επισκέπτη τον Ιούλιο φέτος, ενώ ήταν 746 ευρώ το 2005. Σε κάποιο βαθμό αυτό αντανακλά την τάση μείωσης του μέσου χρόνου παραμονής στη χώρα, ο οποίος από 10,7 ημέρες το 2005 υποχώρησε στις 7,2 ημέρες το 2015. Αυτό είναι αποτέλεσμα του ότι αλλάζει τόσο η εισοδηματική κατάσταση των επισκεπτών, καθώς η Ελλάδα προσελκύει λιγότερους επισκέπτες υψηλού εισοδήματος, όσο και το μίγμα των χωρών προέλευσης επισκεπτών, αλλά και μακροχρόνιων τάσεων στην παγκόσμια οικονομία, όπως η είσοδος νέων ανταγωνιστριών χωρών, αλλά και η χρήση του διαδικτύου που επιτρέπει τη σύγκριση τιμών και εντείνει τον ανταγωνισμό».