Υπέρ της επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων των κοινωνικών εταίρων για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, ύστερα από προηγούμενη διαβούλευση με ειδικούς, τάσσονται κατά πλειοψηφία οι διεθνείς εμπειρογνώμονες στο πόρισμά τους για τα εργασιακά.

Σύμφωνα με πληροφορίες του Έθνους, στο πολυαναμενόμενο πόρισμα-πιλότο της κρίσιμης διαπραγμάτευσης, οι «Σοφοί» φέρονται να καταλήγουν ομοφώνως πως δεν χρειάζονται αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο και κυρίως στα μείζονα θέματα της συλλογικής δράσης (απεργία – ανταπεργία), ενώ για τις ομαδικές απολύσεις παραπέμπουν στην επίμαχη απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ) που αναμένεται προς τα τέλη Οκτωβρίου.

Ομοφώνως μάλιστα φέρονται να τάσσονται υπέρ της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων (κλαδικών – ομοιοεπαγγελματικών), ενώ κατά πλειοψηφία προκρίνουν και την επαναφορά της αρχής της «εύνοιας», που ορίζει πως υπερισχύει η ρύθμιση από την οποία παρέχεται η μεγαλύτερη προστασία του εργαζομένου.

Η εφημερίδα σημειώνει ότι το πόρισμα καταλήγει σε 12 συστάσεις που ακουμπούν στους τρεις γνωστούς άξονες της διαπραγμάτευσης: ομαδικές απολύσεις, συλλογικές διαπραγματεύσεις – κατώτατος μισθός και συνδικαλιστικός νόμος.

Μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι:

  • Ομοφώνως φέρονται οι καθηγητές που συμμετέχουν στην Επιτροπή να καταλήγουν πως δεν απαιτούνται επί της ουσίας αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο, κυρίως όσον αφορά το μείζον θέμα της συλλογικής δράσης. Αυτό το συμπέρασμα ενισχύει την ελληνική θέση πως δεν χρειάζονται παρεμβάσεις στον τρόπο λήψης των αποφάσεων για απεργία και πολύ περισσότερο δεν χρειάζεται επαναφορά του δικαιώματος του εργοδότη για ανταπεργία (λοκ-άουτ) που καταργήθηκε με τον συνδικαλιστικό νόμο 1264 του 1982.
  • Ομοφώνως τάσσονται οι καθηγητές και ενώπιον του κρίσιμου θέματος των ομαδικών απολύσεων. Παραπέμπουν στην επικείμενη απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ), η οποία εκδίδεται προς τα τέλη Οκτωβρίου. Αυτή θα κρίνει την τύχη της διοικητικής έγκρισης (δικαίωμα «βέτο») που διατηρεί το υπουργείο Εργασίας. Σύμφωνα με πληροφορίες, προτείνουν ταυτόχρονα να προβλεφθεί μία εκ των προτέρων (και όχι εκ των υστέρων) διαδικασία έγκρισης.