Αναγκαία προϋπόθεση της οικονομικής ανάκαμψης στην Ελλάδα είναι η απαρέγκλιτη εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που περιγράφονται στο νέο πρόγραμμα του ESM, επισήμανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.
Σε ομιλία του σε εκδήλωση της Young Presidents’ Organization με θέμα «Η Ελλάδα και η ζώνη του ευρώ σε σταυροδρόμι», ο κεντρικός τραπεζίτης τόνισε ότι «οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αναμένεται να ενθαρρύνουν την καινοτομία και την εισαγωγή νέων τεχνολογιών, αυξάνοντας τον ανταγωνισμό σε διαφόρους τομείς και προσελκύοντας νέες επενδύσεις, εγχώριες και ξένες».
Σύμωνα με τον ίδιο, «αυτές οι εξελίξεις θα βελτιώσουν την ποιότητα των ελληνικών εξαγωγών, θα διευρύνουν την εξαγωγική βάση και θα ενισχύσουν τη συνολική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Το γεγονός αυτό θα καταστήσει διατηρήσιμη την εξάλειψη του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που επιτεύχθηκε την τελευταία εξαετία, ενώ παράλληλα θα αυξήσει το δυνητικό προϊόν σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα».
Η δημόσια περιουσία
Ο διοικητής της ΤτΕ σημείωσε επίσης πως η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και η ταχεία προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων είναι τα ισχυρότερα μέσα όχι μόνο για την τόνωση της επενδυτικής δραστηριότητας και την επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης, αλλά και για την υποβοήθηση της δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς συμβάλλουν στην αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους.
«Το Ελληνικό Δημόσιο, για ιστορικούς λόγους, έχει στην κυριότητά του ακίνητα, η αξιοποίηση των οποίων μπορεί να προσελκύσει επενδύσεις και να μειώσει το δημόσιο χρέος. Είναι μια ευκαιρία που παραμένει ανεκμετάλλευτη, αλλά καθιστά αναγκαία τη θέσπιση κατάλληλης νομοθεσίας για τις χρήσεις γης» υποστήριξε ο κ. Στουρνάρας.
Και πρόσθεσε πως «παράλληλα με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, και προκειμένου να διευκολυνθεί η τρέχουσα ανάκαμψη στη ζώνη του ευρώ μέσω της επιτάχυνσης των χορηγήσεων, είναι επιτακτική η ανάγκη αντιμετώπισης του προβλήματος της υπερχρέωσης του ιδιωτικού τομέα».
Όπως είπε ο κ. Στουρνάρας, «το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων αφενός μειώνει την κερδοφορία των τραπεζών και έτσι δυσχεραίνει την προσφορά πιστώσεων, κάτι το οποίο πλήττει κατά κύριο λόγο τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες εξαρτώνται από τις τράπεζες για χρηματοδότηση, και αφετέρου καθυστερεί την αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων και έτσι περιορίζει τη δυνατότητα των βιώσιμων επιχειρήσεων να χρηματοδοτήσουν νέα επενδυτικά προγράμματα».
Πρωτοβουλίες για τις επισφάλειες
Σύμφωνα με τον ίδιο, «αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε εξέλιξη διάφορες πρωτοβουλίες για την καθιέρωση ενός πλαισίου διευθέτησης του ιδιωτικού χρέους που θα χαρακτηρίζεται από ταχύτερες και αποτελεσματικότερες διαδικασίες».
Αυτές οι πρωτοβουλίες περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:
(α) την πρόσφατα ψηφισθείσα τροποποίηση του ν. 4354/2015, η οποία ανοίγει το δρόμο για τη δημιουργία δευτερογενούς αγοράς μη εξυπηρετούμενων δανείων,
(β) τη θέσπιση ενισχυμένου πλαισίου για τον εξωδικαστικό διακανονισμό του χρέους και της προπτωχευτικής διαδικασίας,
(γ) την άρση μιας σειράς φορολογικών εμποδίων για δανειολήπτες και δανειστές,
(δ) την πρόσφατη αναθεώρηση του Κώδικα Δεοντολογίας των τραπεζών με σκοπό τη διαφάνεια, αποτελεσματικότητα και, όπου ενδείκνυται, ευελιξία στην αντιμετώπιση των συνεργάσιμων δανειοληπτών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εξυπηρέτηση του χρέους τους,
(ε) τις τροποποιήσεις της νομοθεσίας με σκοπό να εξασφαλιστεί η συνεργασία των παλαιών μετόχων στην αναδιάρθρωση των επιχειρήσεών τους,
(στ) την εισαγωγή ενός πλαισίου συνολικής παρακολούθησης των δραστηριοτήτων των τραπεζών στον τομέα της διευθέτησης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και, τέλος,
(ζ) μια σειρά από στόχους και βασικούς δείκτες επιδόσεων με σκοπό τη μείωση του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά 40% μέχρι το τέλος του 2019.