Λίγο πριν από την άνοδο του πρωθυπουργού κ. Αλέξη Τσίπρα στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ) τα μηνύματα που εκπέμπουν διάφοροι τομείς της οικονομίας τουλάχιστον «θολώνουν», αν δεν αποδομούν την αισιόδοξη κυβερνητική ρητορική για την έξοδο της Ελλάδας από την ύφεση.
Την ίδια στιγμή αρκετοί επιχειρηματίες μεσαίου και υψηλού μεγέθους, εξαντλημένοι από τα εννέα χρόνια ύφεσης και με τη ρευστότητα της αγοράς στο «κόκκινο», αναζητούν κατά μόνας την έξοδο από το πνιγηρό περιβάλλον της οικονομικής κρίσης.
Η μετακόμιση των επιχειρήσεων στο εξωτερικό, είτε στη Δυτική Ευρώπη είτε στη Βουλγαρία, μαρτυρά για αρκετούς τις εναπομείνασες επιλογές, τονίζουν χαρακτηριστικά πηγές της αγοράς. Πόσω μάλλον όταν κύκλοι του ΣΕΒ σε δηλώσεις τους προς «Το Βήμα» τονίζουν ότι «όποιες και όσες εξαγγελίες διατυπωθούν στη ΔΕΘ πρέπει να λάβουν υπόψη ότι η επιστροφή στην ανάκαμψη χρειάζεται πολλές και καλές ιδιωτικές επενδύσεις».
Η πιο ανησυχητική εξέλιξη, όμως, παρότι εκ πρώτης όψεως εμφανίζεται ως δευτερεύουσα, είναι η κίνηση των εξαγωγών. Για αρκετά χρόνια, με όλους τους δείκτες σε κάμψη, η εξαγωγική δραστηριότητα ήταν ο μοναδικός δείκτης της οικονομίας που εμφάνιζε άνοδο και μάλιστα σημαντική.
Κάμψη εξαγωγών
Και το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι το γεγονός ότι πολλές επιχειρήσεις, προσπαθώντας να περιορίσουν τις ζημιές από την πτώση της εσωτερικής ζήτησης, «βγήκαν» για πρώτη φορά στο εξωτερικό δίνοντας νέα ώθηση στην εξαγωγική δυναμική της χώρας. Αλλά με βάση τα δεδομένα του 2016 η δυναμική αυτή όχι μόνο φαίνεται να έχει ανακοπεί αλλά κινείται πλέον με αρνητικό πρόσημο.
Είναι βέβαιον ότι για πολλές επιχειρήσεις η εξαγωγική κάμψη, συνδυαζόμενη με πτώση της εσωτερικής ζήτησης, ασκεί ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις στις επιχειρήσεις, συμπληρώνουν χαρακτηριστικά οι ίδιες πηγές.
Ακόμη και σε περιπτώσεις κλάδων όπως π.χ. στο λιανεμπόριο των τροφίμων (σουπερμάρκετ) όπου υπάρχουν επιχειρήσεις οι οποίες εμφανίζουν αύξηση πωλήσεων αυτό είναι όχι μόνο συγκυριακό αλλά κυρίως οφείλεται στην κατάρρευση άλλων (π.χ., Μαρινόπουλος ΑΕ), συνολικά όμως ο κλάδος κινείται πτωτικά πάνω από 6%.
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι με την οικονομία σε ύφεση ενισχύεται η τάση συγκέντρωσης της αγοράς διαμορφώνοντας διαφορετικές ταχύτητες από κλάδο σε κλάδο.
Επιχειρηματικοί παράγοντες εν όψει και της δεύτερης αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας από τους εκπροσώπους των δανειστών τονίζουν ότι πρέπει οπωσδήποτε να αποκατασταθεί το επενδυτικό κλίμα προκειμένου να γίνουν σοβαρές επενδύσεις και όχι «πλιάτσικο» από ξένους ομίλους.
Λένε χαρακτηριστικά ότι «η άποψη πως οι νέες επενδύσεις θα έρθουν νομοτελειακά λόγω των υποτιμημένων ελληνικών περιουσιακών στοιχείων είναι ανεδαφική. Η κυβέρνηση πρέπει να στρέψει όλες της τις δυνάμεις στην αποκατάσταση της χαμένης εμπιστοσύνης μεταξύ των επενδυτών και της ελληνικής οικονομίας».
Κίνητρα
Και εξηγούν πως «αυτό σημαίνει πως πρέπει να διατηρήσει το κεκτημένο των θετικών αλλαγών που έχουν συμβεί στο επιχειρηματικό περιβάλλον κατά την περίοδο 2010-2014 και ταυτόχρονα να προχωρήσει σε στοχευμένες μειώσεις των υψηλών φορολογικών συντελεστών που εξωθούν πολλά στελέχη και επιχειρήσεις να εγκαταλείψουν τη χώρα».
Είναι εξάλλου πρόσφατη η ανακοίνωση του ομίλου της Φάγε πως πρόκειται να επενδύσει περί τα 100 εκατ. ευρώ στο Λουξεμβούργο για την κατασκευή εργοστασίου γιαούρτης, ενώ ταυτόχρονα περιορίζει παραγωγικά την παρουσία της στην ελληνική αγορά.
Εν τω μεταξύ οι ίδιοι κύκλοι του ΣΕΒ εν όψει των συζητήσεων της κυβέρνησης με τους εκπροσώπους των δανειστών για τις αλλαγές στις εργασιακά δικαιώματα και τον νέο συνδικαλιστικό νόμο στέλνουν σαφές μήνυμα λέγοντας πως «σπασμωδικές κινήσεις και αιφνιδιαστικές αλλαγές σε κρίσιμους τομείς που επηρεάζουν τη λήψη σημαντικών επενδυτικών αποφάσεων, όπως π.χ. οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας ή οι ιδιωτικοποιήσεις, σίγουρα δεν βοηθούν».
Είναι προφανές ότι δεν σκοπεύουν να συναινέσουν στην επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Και καταλήγουν λέγοντας ότι «είναι ώρα να αλλάξουμε ταχύτητα, να τεθούν φιλόδοξοι στόχοι που θα υλοποιηθούν από τους κατάλληλους ανθρώπους ώστε να ξαναπάρει μπρος η οικονομία. Ο ΣΕΒ και οι κοινωνικοί εταίροι θα είμαστε παρόντες για να συμβάλουμε δημιουργικά και αξιόπιστα προς αυτή την κατεύθυνση».

Ανασφάλεια
Καταπέλτης η έκθεση του ΣΕΒγια την ελληνική οικονομία

Το κύριο άρθρο του εβδομαδιαίου δελτίου του ΣΕΒ είναι καταπέλτης. Αναφέρεται συγκεκριμένα: «Διανύουμε ουσιαστικά τον ένατο χρόνο ύφεσης και ενώ η οικονομία έχει εν πολλοίς ισορροπήσει (έχουν εξαλειφθεί οι μακροοικονομικές ανισορροπίες), δεν φαίνεται να έχει αποκατασταθεί η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και, ως εκ τούτου, να έχει εμπεδωθεί η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Το αποτέλεσμα είναι η οικονομία, οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις να βρίσκονται σε αναζήτηση εναλλακτικών στρατηγικών επιβίωσης, καθώς η υπερφορολόγηση σκοτώνει την οικονομική δραστηριότητα και τροφοδοτεί τη φοροδιαφυγή και την αδήλωτη και απλήρωτη εργασία, μεταφέροντας επιχειρηματικές δραστηριότητες και αναζητώντας εργασία στο εξωτερικό. Τα νοικοκυριά πλήττονται παντοιοτρόπως. Οι ευκαιρίες απασχόλησης σπανίζουν.

H δυνατότητα αποταμίευσης είναι σχεδόν αδύνατη. Το διαθέσιμο εισόδημα δεν επαρκεί για την κατανάλωση που εν μέρει χρηματοδοτείται από τα «έτοιμα» (μείωση καταθέσεων, ρευστοποίηση ακινήτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων, κ.ο.κ.). Η στρεβλή φορολογία ακινήτων εξοντώνει τα μεσαία εισοδηματικά στρώματα μέσω του συμπληρωματικού φόρου».
Και προσθέτει μεταξύ άλλων: «Οι ληξιπρόθεσμες φορολογικές υποχρεώσεις προς το κράτος συνεχίζουν να αυξάνονται καθώς μειώνεται διαρκώς η φοροδοτική ικανότητα σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα λόγω της συνεχούς αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης.

Η εξυπηρέτηση καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων γίνεται όλο και πιο προβληματική, με άμεσο κίνδυνο πολλά υπερχρεωμένα νοικοκυριά να απολέσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι προσωπικές και μικρές επιχειρήσεις έχουν μηδενική σχεδόν πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα για να στηρίξουν κάποιο επαγγελματικό τους όνειρο. Τέλος, και χωρίς αυτό να είναι ήσσονος σημασίας, οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας, όλο και περισσότερο, ζουν με το φάσμα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, καθώς οι συντάξεις συνεχώς περικόπτονται.

Οι επιχειρήσεις, ομοίως, λειτουργούν σε ένα δυσμενές επιχειρησιακό περιβάλλον που κάνει σχεδόν αδύνατη την ανάληψη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών. Το υψηλό μη μισθολογικό κόστος εμποδίζει τις επιχειρήσεις να κάνουν προσλήψεις και να δώσουν αυξήσεις στους ικανότερους του προσωπικού τους, καθώς ένα όλο και μεγαλύτερο μερίδιο του εργατικού κόστους καταλήγει στα χέρια του κράτους ως φορολογία εισοδήματος και μη ανταποδοτικές ασφαλιστικές εισφορές».
Αναφορικά με τον κόσμο των επιχειρήσεων σημειώνει: «Οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν, επίσης, υπέρογκες επιβαρύνσεις κατά την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας. Το ενεργειακό κόστος, το κόστος δανεισμού, το μεταφορικό κόστος, το κόστος συμμόρφωσης με απαρχαιωμένες γραφειοκρατικές ρυθμίσεις, το κόστος εκκίνησης μιας οικονομικής δραστηριότητας λόγω περιορισμών στον ανταγωνισμό για την προστασία εκμετάλλευσης χαμηλής παραγωγικότητας, το κόστος απονομής δικαιοσύνης που δημιουργεί ανασφάλεια συναλλαγών, είναι όλα παραδείγματα ενός παράλογου συστήματος που υποχρεώνει τις ελληνικές επιχειρήσεις σε μόνιμα ανταγωνιστικό μειονέκτημα και εξηγεί, εν μέρει, την παραγωγική καχεξία της χώρας μας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ