Τελικά, η Τζάνετ Γέλεν, η επικεφαλής της Fed, δηλαδή της πιο σημαντικής κεντρικής τράπεζας στον κόσμο, κράτησε κλειστά τα χαρτιά της κατά τη διάρκεια της ομιλίας της στην ετήσια συνάντηση των κεντρικών τραπεζών στο Jackson Hole στο Wyoming των ΗΠΑ, το οποίο αποκαλείται και ως το «Νταβός για τους κεντρικούς τραπεζίτες». Οι αγορές ανέμεναν μήπως η Γέλεν ανοίξει τα χαρτιά της δημοσιοποιώντας ενδεχομένως έναν οδικό χάρτη για την πορεία των αμερικανικών επιτοκίων τα οποία επηρεάζουν τις αγορές και τις οικονομίες σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αντίθετα η Γέλεν ανέφερε απλώς πως το ενδεχόμενο αύξησης των επιτοκίων στις ΗΠΑ έχει ενισχυθεί τους τελευταίους μήνες λόγω της βελτίωσης στην αγορά εργασίας και των εκτιμήσεων για μέτρια οικονομική ανάπτυξη, χωρίς να δώσει κάποια ένδειξη για το πότε η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ μπορεί να προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων αλλά οι δηλώσεις της ενίσχυσαν την άποψη ότι μία τέτοια κίνηση μπορεί να έλθει αργότερα εφέτος. «Η οικονομία των ΗΠΑ πλησιάζει τους επίσημους στόχους της Fed για την απασχόληση και τη σταθερότητα των τιμών. Υπό το πρίσμα της συνεχιζόμενης ισχυρής επίδοσης της αγοράς εργασίας και της προοπτικής της οικονομικής δραστηριότητας και του πληθωρισμού, πιστεύω ότι η υπόθεση για μία αύξηση των επιτοκίων έχει ενισχυθεί τους τελευταίους μήνες» ανέφερε μεταξύ άλλων η Γέλεν με βάση το κείμενο της ομιλίας της, προσθέτοντας ότι η Fed «συνεχίζει να πιστεύει ότι οι μελλοντικές αυξήσεις επιτοκίων πρέπει να είναι σταδιακές».
Η ομιλία δεν μας προσθέτει τίποτε νέο, ανέφεραν οι αναλυτές, ενώ στις προθεσμιακές αγορές παραγώγων (αμέσως μετά την ομιλία) οι πιθανότητες αύξησης των επιτοκίων για τον ερχόμενο Δεκέμβριο αυξήθηκαν στο 53,5% (από το 50%), για δε τον ερχόμενο Σεπτέμβριο παρέμεναν στο 18%. Στις αγορές πάλι, οι μετοχές και ο χρυσός αντέδρασαν θετικά, ενώ οι αποδόσεις των ομολόγων αυξήθηκαν και το δολάριο ήταν αδιάφορο ως προς το ευρώ.
Για κάποιους αναλυτές, με τις αμερικανικές εκλογές μπροστά μας, δύσκολα η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα προχωρήσει σε κάποια κίνηση άμεσα (τον Σεπτέμβριο). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Citigroup μάλιστα, τα αμερικανικά επιτόκια θα αυξηθούν στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου αν νικήσει η Χίλαρι Κλίντον στις εκλογές, ενώ σε περίπτωση νίκης του Ντόναλντ Τραμπ δεν θα υπάρξει καμία αύξηση για πολύ καιρό, καθώς η χώρα θα οδηγηθεί σε ύφεση.
Διαχειριστές κεφαλαίων εκτιμούσαν πως η στάση της Γέλεν ήταν συντηρητική και δεν προσέθεσε κάτι στην επόμενη ημέρα, λέγοντας τα επιχειρήματα υπέρ μιας αύξησης των επιτοκίων έχουν ενισχυθεί τους τελευταίους μήνες. Η έλλειψη οποιουδήποτε μηνύματος σε σχέση με τη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου σημαίνει ότι οι αγορές δεν μπορούν να αντιδράσουν σε αυτό το «άχρηστο» σχόλιο, σημείωναν. Ωστόσο άλλοι εκτιμούσαν ότι η στάση αυτή μπορεί να αντανακλά κάποια επιφύλαξη εν όψει της έκθεσης για την απασχόληση του Αυγούστου την επόμενη εβδομάδα, καθώς αν δείξει ότι η αγορά εργασίας θα συνεχίσει να βελτιώνεται, τότε τα επιτόκια μπορεί να αυξηθούν ακόμη και τον Σεπτέμβριο.

Οι συγκρούσεις και ο υποβιβασμός

Η ανυπομονησία των αγορών για τη συγκεκριμένη ομιλία δεν αυξήθηκε μόνο από την ξεκάθαρη διαφωνία των στελεχών της Fed αλλά και από τις υπόνοιες ότι ορισμένοι δεν είναι πεπεισμένοι πως η τρέχουσα νομισματική πολιτική είναι κατάλληλη.

Αρχικά ο πρόεδρος της Fed του Σαν Φρανσίσκο Τζον Γουίλιαμς, βασικός υφιστάμενος της Τζάνετ Γέλεν όταν η ίδια διατελούσε πρόεδρος σε αυτή τη θέση, δημοσίευσε μια έκθεση υποστηρίζοντας ότι το φυσικό επιτόκιο είναι πλέον πολύ χαμηλότερο σε σχέση με το παρελθόν αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο το επίσημο επιτόκιο να κινείται κοντά ή κάτω από το μηδέν, καθώς και ότι καιροφυλακτούν υφέσεις μεγαλύτερης διάρκειας και έντασης ακριβώς επειδή η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να επιβληθεί εξίσου δυναμικά όπως στο παρελθόν.
Ομοίως ο αντιπρόεδρος της Fed Στάνλεϊ Φίσερ σε ομιλία που πραγματοποίησε προσφάτως έκλεισε διερωτώμενος κατά πόσον η νομισματική πολιτική που ακολουθείται αποτελεί το κατάλληλο εργαλείο για να αντιμετωπιστούν οι μακροπρόθεσμες προκλήσεις.
Αναλυτές της Saxo Bank μάλιστα ανέφεραν ότι ουσιαστικά η Τζάνετ Γέλεν πιθανώς είναι έτοιμη να προκαλέσει η ίδια τον υποβιβασμό της θέσης της, μετά τον Γκρίνσπαν και τον Μπερνάνκι, που το έπαιξαν κυρίαρχοι του Σύμπαντος για περισσότερο από 25 χρόνια, τονίζοντας την αδυναμία της να παρέχει όσα χρειάζεται η οικονομία μακροπρόθεσμα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ