Πιστωτική γραμμή 100 εκατ. ευρώ παρέχει το IFC, μέλος της Παγκόσμιας Τράπεζας, προς την Eurobank στο πλαίσιο του Προγράμματος Χρηματοδότησης Διεθνούς Εμπορίου (IFC’S Global Trade Finance Program).
Σύμφωνα με ανακοίνωση της τράπεζας, η πιστωτική γραμμή του IFC, με έμφαση στην εξωστρεφή επιχειρηματικότητα, θα δώσει ώθηση στην ανάπτυξη των δραστηριοτήτων Trade Finance της Eurobank, μειώνοντας το ρίσκο των εμπορικών διασυνοριακών συναλλαγών μέσω ενός διαρκώς αναπτυσσόμενου δικτύου Τραπεζών (Εκδότριες και Βεβαιούσες) του συγκεκριμένου προγράμματος.
Πρόκειται για την πρώτη συμμετοχή ελληνικής τράπεζας στο πρόγραμμα,
το οποίο αποτελεί προτεραιότητα για το IFC, καθώς οδηγεί σε οικονομική ανάπτυξη και δημιουργεί θέσεις εργασίας, βελτιώνοντας τις διασυνοριακές μεταφορές αγαθών σε όλα τα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Το πρόγραμμα χρηματοδότησης παγκοσμίου εμπορίου του IFC παρέχει ζωτικής σημασίας υποστήριξη και ρευστότητα των εμπορικών ροών μέσω ενός παγκοσμίου δικτύου με περισσότερα από 500 χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, βοηθώντας την πρόσβαση μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στο Διεθνές Εμπόριο.
«Η συμφωνία αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο πρωτοβουλιών μας για την ανάταξη της ελληνικής οικονομίας. Θα έχει οφέλη τόσο για τους επιχειρηματίες που δίνουν αγώνα για να παραμείνουν ανταγωνιστικοί σε παγκόσμιο επίπεδο κάτω από αντίξοες συνθήκες, όσο και για την Τράπεζα», δήλωσε ο Διευθύνων Σύμβουλος της Eurobank Φωκίων Καραβίας.
«H Eurobank έχοντας επιστρέψει στην κερδοφορία, έχει θέσει ως προτεραιότητα της τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας. Είμαι βέβαιος ότι η συνεργασία αυτή θα είναι ωφέλιμη και για το IFC που είναι εδώ και χρόνια ένας από τους σημαντικότερους συνεργάτες μας και μας τιμά με την εμπιστοσύνη του και ως μέτοχος» πρόσθεσε.
Ο όμιλος της Eurobank και το IFC έχουν αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς μέσω της συμμετοχής των θυγατρικών εταιρειών του Ομίλου σε Ρουμανία, Σερβία και Βουλγαρία στο πρόγραμμα GTFP, από το 2010. Μέχρι σήμερα το IFC έχει διαθέσει πάνω από 1 δισ. δολάρια συνολικά σε εμπορικές δραστηριότητες, για την στήριξη των θυγατρικών της Eurobank στα Βαλκάνια και των πελατών τους, βοηθώντας τους να αποκτήσουν πρόσβαση σε νέες αγορές και να προσεγγίσουν νέους εμπορικούς εταίρους. Μάλιστα πέρυσι το IFC εμβάθυνε τη σχέση του, καθώς έγινε μέτοχος στην Eurobank.
«Το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας στο Διεθνές Εμπόριο είναι η γεωγραφική της θέση ως ιστορικό, εμπορικό, πολιτισμικό και οικονομικό σταυροδρόμι», επισήμανε ο Marcos Brujis, Global Director της IFC, Financial Institutions Group.
«Απελευθερώνοντας τις εξαγωγικές δυνατότητες της Ελλάδας και συνδέοντας τις τοπικές εταιρείες με τις διεθνείς αγορές μπορούμε να βοηθήσουμε σημαντικά στην ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας και την επίτευξη ανάπτυξης», πρόσθεσε.
Η σχέση του IFC με τον ελληνικό ιδιωτικό τομέα αναπτύσσεται διαρκώς, έχοντας επενδύσει κεφάλαια σχεδόν 600 εκατ. ευρώ σε ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνται εκτός συνόρων.
Το ΙFC συνεργάζεται εδώ και πολλά χρόνια με ελληνικές εταιρείες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κυρίως μέσω της συνεχούς υποστήριξης των θυγατρικών των ελληνικών τραπεζών στην Ανατολική και Βορειοανατολική Ευρώπη, ενώ έχει επίσης στηρίξει τις ελληνικές εταιρείες να επεκταθούν σε αναδυόμενες αγορές .
Το 2015, μετά από αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης, το συμβούλιο του IFC πήρε την απόφαση να επανεπενδύσει στην Ελλάδα. Πέρυσι το IFC συμμετείχε στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου τεσσάρων ελληνικών τραπεζών, εξαγοράζοντας μετοχές αξίας 150 εκατ. ευρώ ώστε συμβάλλοντας στην σταθερότητα και την εμπιστοσύνη των επενδυτών, να ενισχυθεί ο τραπεζικός τομέας.
Κατά την ίδρυση του το 2005, το δίκτυο του προγράμματος GTFP του IFC περιελάμβανε 20 τράπεζες στηρίζοντας το εμπόριο με 300 εκατ. δολάρια ετησίως. Το βραβευμένο πρόγραμμα στηρίζει πάνω από 500 τράπεζες σε 150 χώρες ενώ μόνο τον περασμένο χρόνο το Διεθνές Εμπόριο υποστηρίχθηκε από το IFC με περισσότερα από 6 δισ. δολάρια . Μέχρι σήμερα το IFC Trade and Commodity Finance Solutions έχει δαπανήσει πάνω από 130 δισ. δολάρια για την ενίσχυση του Διεθνούς Εμπορίου, το σύνολο των οποίων συνδέεται άμεσα με τη διακίνηση πρώτων υλών, κεφαλαιουχικών αγαθών, τεχνολογίας και υπηρεσιών στις αναδυόμενες αγορές.