Στοιχεία «τοξικότητας» αρχίζει να αποκτά η ελληνική αγορά παρά τις περί αντιθέτου δηλώσεις των κυβερνητικών παραγόντων και τις προσπάθειες που καταβάλλονται σε θεσμικό επίπεδο.
Η συρρίκνωση της ελληνικής αγοράς, η παραμονή της στην ύφεση και η ασθενικότητα της ζήτησης δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας στον κόσμο των επιχειρήσεων.
Η προ ημερών εκκωφαντική ανακοίνωση του ομίλου Φιλίππου για τη δημιουργία παραγωγικής μονάδας στο Λουξεμβούργο, όπου πριν από λίγα χρόνια μετέφερε και την έδρα του ομίλου, είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου.
Ελληνικοί όμιλοι που έχουν ισχυρή πολυεθνική δραστηριότητα συνεχίζουν να επενδύουν σε άλλες αγορές, είτε για να περιορίσουν τη «χασούρα» που έχουν στην εσωτερική αγορά ύστερα από έξι χρόνια ύφεσης είτε γιατί «βλέπουν» ευκαιρίες και θέλουν να βελτιώσουν τη θέση τους στον διεθνή ανταγωνισμό. Η περίπτωση του ομίλου Τιτάν είναι χαρακτηριστική· έχοντας συρρικνωθεί η συμμετοχή της ελληνικής αγοράς στο σύνολο των πωλήσεών της, αντιπροσωπεύοντας μόνο το 6,5%, αναζητεί ευκαιρίες στον διεθνή ορίζοντα.
Η πρόσφατη επένδυσή της στη Βραζιλία, ύψους 100 εκατ. ευρώ, εκτός του δυναμισμού της αναδεικνύει και την ανάγκη ενίσχυσης της παρουσίας της στον ανταγωνισμό της διεθνούς αγοράς. Αλλες περιπτώσεις είναι ο όμιλος Στασινόπουλου ή ο όμιλος 3Ε που έχουν διεθνή παραγωγική δραστηριότητα, οι οποίοι μετέφεραν προ ετών τις έδρες τους ο πρώτος στο Βέλγιο και ο δεύτερος στην Ελβετία φοβούμενοι τις country risk και την υψηλή φορολογία και δεν υπάρχει κανένα σημάδι επιστροφής τους στην Αθήνα.
Η υπομονή έχει εξαντληθεί


Μάλιστα πηγές του ομίλου της Βιοχάλκο έλεγαν πως μετά τη μεταφορά της έδρας εκτός της Ελλάδος η οικογένεια Στασινόπουλου έχει επενδύσει περισσότερα από 300 εκατ. ευρώ στην ελληνική αγορά, αλλά πλέον η υπομονή της έχει εξαντληθεί και αν δεν μειωθεί άμεσα το ενεργειακό κόστος –ανταγωνίζεται τους Γερμανούς οι οποίοι έχουν το μισό ενεργειακό κόστος –θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε δυσάρεστες κινήσεις στην εγχώρια αγορά.
Αλλά εκτός από τους μεγάλους ομίλους, στις μυλόπετρες της ύφεσης ταλανίζονται και χιλιάδες μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αναζητούν τρόπους τουλάχιστον αποφυγής της υψηλής φορολογίας. Ετσι ο πιο προσφιλής τόπος καταφυγής τους είναι η Βουλγαρία, όπου η φορολογία είναι μόλις 10%.
Στη Βουλγαρία


Υστερα μάλιστα από το δεύτερο εξάμηνο του 2015 οι αρμόδιες υπηρεσίες στη γειτονική χώρα δεν προλάβαιναν να καταγράφουν νέες εταιρείες. Υπολογίζεται ότι πέρυσι συστήθηκαν περί τις 2.000 εταιρείες, οι οποίες έχουν μόνο ΑΦΜ, χωρίς να διαθέτουν απασχολουμένους και χωρίς την παραμικρή εμπορική ή παραγωγική δραστηριότητα.
Μάλιστα σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία ως τις 31 Δεκεμβρίου του 2014 ο αριθμός των ελληνικών εταιρειών στη Βουλγαρία ανερχόταν σε περίπου 11.000, από τις οποίες όμως οι περίπου 9.000 δεν έχουν ούτε έναν εργαζόμενο και οι 6.000 δεν έχουν την παραμικρή δραστηριότητα.
Εκτός από τις 2.000 εταιρείες που δημιουργήθηκαν το 2015, το φαινόμενο αυτό συνεχίζεται και εφέτος. Ως τώρα υπολογίζεται ότι έχουν δημιουργηθεί περισσότερες από 1.000 τέτοιου είδους εταιρείες –βέβαια αρκετές από αυτές είναι ελλήνων πολιτών που συστήθηκαν μόνο και μόνο για να αποφύγουν τη φορολόγηση αυτοκινήτων μεγάλου κυβισμού -, ενώ μόνο στο πρώτο δίμηνο του 2016 είχαν δημιουργηθεί περί τις 580 εταιρείες.
Επιπτώσεις

Το μείζον επιχειρηματικό γεγονός που θα έχει σοβαρές επιπτώσεις –άμεσες και έμμεσες –στον κλάδο της γαλακτοκομίας είναι η απόφαση της οικογένειας Φιλίππου να δημιουργήσει νέο εργοστάσιο στο Λουξεμβούργο. Πηγές της αγοράς θεωρούν ότι από το 2018 που θα έχει ολοκληρωθεί η νέα εργοστασιακή μονάδα –επένδυση ύψους 100 εκατ. ευρώ και δημιουργία 100 θέσεων εργασίας στο… Μεγάλο Δουκάτο –η παραγωγική δραστηριότητα του ομίλου στην Ελλάδα στην καλύτερη περίπτωση θα συρρικνωθεί, χωρίς να αποκλείεται ακόμη και το ενδεχόμενο το εργοστάσιο της Αττικής να κατεβάσει ρολά.
Το πλήγμα που έχει δεχθεί η ελληνική γαλακτοκομία από τον συγκεκριμένο όμιλο εφέτος είναι διπλό.
Πρώτον, με την έξοδό της από την αγορά του παστεριωμένου γάλακτος την άνοιξη και το σχέδιό της να πουλήσει το εργοστάσιο του Αμυνταίου στη Φλώρινα (βρίσκεται ήδη σε διαπραγματεύσεις με τη Δωδώνη, η οποία έχει περιορισμένη παρουσία στην αγορά του παστεριωμένου γάλακτος και ενδεχομένως σχεδιάζει να αναπτύξει τη δραστηριότητα της και σε άλλες κατηγορίες). Και, δεύτερον, με την ανακοίνωση της νέας εργοστασιακής μονάδας στο Λουξεμβούργο.
Η πρώτη επίπτωση έγινε ορατή στις σχέσεις της με τον συνεταιρισμό των κτηνοτρόφων ΘΕΣγάλα, ο οποίος ήταν και ο βασικός προμηθευτής της σε εγχώρια πρώτη ύλη –η νέα συμφωνία που συνήψε ο συνεταιρισμός με τον όμιλο προβλέπει ότι οι ημερήσιες ποσότητες φρέσκου γάλακτος που θα εισκομίζονται στο εργοστάσιο της Αττικής μετά το τέλος του Αυγούστου περιορίζονται πλέον στο μισό, δηλαδή σε περίπου 25 τόνους.
Ωστόσο πηγές της αγοράς μιλώντας προς «Το Βήμα» έλεγαν ότι αυτή η κίνηση της οικογένειας Φιλίππου, η οποία αποδομεί επί της ουσίας το υπό διαμόρφωση success story της κυβέρνησης, από επιχειρηματικής πλευράς είναι εξαιρετική. Και εξηγούσαν συγκεκριμένα ότι το γεγονός πως θα βρίσκεται σε μια περιοχή η οποία επί της ουσίας αποτελεί την ευρωπαϊκή ζώνη γάλακτος θα έχει όφελος το μεταφορικό κόστος –δεδομένου ότι η μεγαλύτερη ποσότητα γάλακτος που χρησιμοποιεί και σήμερα ως πρώτη ύλη είναι εισαγόμενο συμπυκνωμένο -, το οποίο στην προκειμένη περίπτωση είναι σημαντικό. Οι ίδιες πηγές υπολόγιζαν μάλιστα τη μείωση του κόστους σε περίπου 35 λεπτά στο κιλό έτοιμου προϊόντος, δηλαδή γιαούρτης. Και έλεγαν χαρακτηριστικά ότι με την προβλεπόμενη παραγωγή των 40.000 τόνων γιαούρτης ετησίως θα έχει όφελος περί τα 14 εκατ. ευρώ και ως εκ τούτου σε επτά χρόνια θα έχει κάνει απόσβεση της επένδυσης.
Χωρίς στήριξη

Από την άλλη πλευρά –και αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον –ο όμιλος που καθιέρωσε το στραγγιστό γιαούρτι, το greek yogurt, στις διεθνείς αγορές, δίνοντας ακόμη και δικαστικές μάχες, όπως συνέβη προ ετών στη Βρετανία εναντίον της αμερικανικής Chompani, εγκαταλείπει πλέον τη στρατηγική της στήριξης της εθνικότητας του προϊόντος, δηλαδή του ελληνικού γιαουρτιού, και στηρίζει πλέον τη στρατηγική του brand name FAGE.
Και τούτο έχει την εξήγησή του. Πλέον στην ευρωπαϊκή αγορά –εκτός της Βρετανίας –μικροί και μεγάλοι ευρωπαϊκοί γαλακτοκομικοί όμιλοι παράγουν σωρηδόν «ελληνικό» στραγγιστό γιαούρτι και ο τζίρος του πλέον υπολογίζεται ότι υπερβαίνει τα 2 δισ. ευρώ ετησίως, ως εκ τούτου το παιχνίδι χάθηκε για την κατοχύρωση της εθνικής ταυτότητας του προϊόντος και δεν έχει κανένα νόημα ο όμιλος της ΦΑΓΕ να δίνει μάχες οπισθοφυλακών. Ως εκ τούτου μόνο το brand name του προϊόντος έχει πλέον σημασία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ