Μπορεί στα stress tests της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) που μόλις ολοκληρώθηκαν να μη συμμετείχαν οι ελληνικές τράπεζες, ωστόσο οι διοικήσεις τους παρακολουθούν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την όλη διαδικασία. Οπως επισημαίνει επικεφαλής οικονομικός διευθυντής (CFO) συστημικού ομίλου, ο τρόπος με τον οποίο θα μεταχειριστεί ο εποπτικός βραχίονας της Ευρωτράπεζας (SSM) τραπεζικά ιδρύματα που εμφάνισαν υψηλούς δείκτες καθυστερήσεων στην πανευρωπαϊκή άσκηση θα αποτελέσει προάγγελο για τη στρατηγική διαχείρισης των επισφαλειών που θα επιβληθεί και στην Ελλάδα.
Ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός δεν έχει ακόμη ανοίξει τα χαρτιά του σε σχέση με τις τελικές οδηγίες που θα δοθούν στα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα για τον περιορισμό των «κόκκινων» δανείων τους, τα οποία σήμερα ανέρχονται σε 108 δισ. ευρώ. Αυτό αναμένεται να γίνει στις αρχές του φθινοπώρου. Οι τέσσερις μεγάλοι όμιλοι (Τράπεζα Πειραιώς, Εθνική Τράπεζα, Eurobank, Alpha Bank) έχουν δεσμευθεί να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους κατά 41 δισ. ευρώ ως και το τέλος του 2018.
Οι εντολές του SSM


Από τις εντολές του SSM θα εξαρτηθούν η ταχύτητα και το μείγμα δράσεων που θα πρέπει να αναληφθούν για την επίτευξη αυτού του στόχου. Στο αρχικό πλάνο που έχουν αποστείλει στη Φρανκφούρτη οι τραπεζικές διοικήσεις προβλέπεται ότι το 68% της μείωσης των επισφαλειών θα γίνει με ρυθμίσεις / αναδιαρθρώσεις, το 18% με πλειστηριασμούς και αναγκαστικές εκτελέσεις και το 14% με πωλήσεις δανείων σε funds.
Τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, αφού ο SSM «στρεσάρει» αυτά τα νούμερα σε διάφορα μακροοικονομικά σενάρια, θα παραδώσει σε κάθε όμιλο ξεχωριστά το σχέδιο με τις κινήσεις στις οποίες θα πρέπει να προχωρήσει.
Αν για παράδειγμα κριθεί ότι δεν είναι εφικτός ο στόχος 7 στα 10 δάνεια να καταστούν ξανά ενήμερα με ρυθμίσεις, θα υποχρεωθούν οι τράπεζες να «τακτοποιήσουν» ένα μέρος τους με ρευστοποιήσεις. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα επιβαρυνθούν άμεσα τα ίδια κεφάλαιά τους από τις αναπόφευκτες ζημιές που θα προκύψουν.
Οι αντοχές


Το καλό είναι ότι ύστερα από την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση ο τραπεζικός κλάδος διαθέτει κεφαλαιακό απόθεμα τουλάχιστον 8 δισ. ευρώ για να απορροφήσει τις υποαξίες από τις παραπάνω ενέργειες, χωρίς σε αυτό το ποσό να συνυπολογίζεται η οργανική του κερδοφορία, η οποία αναμένεται να διαμορφωθεί σε ετήσια βάση τα επόμενα χρόνια στα 3 δισ. ευρώ.
Για τους αναλυτές, κρίσιμο όριο για τον δείκτη Core Tier 1 αποτελεί το 12% έναντι του 10% που τίθεται ως ελάχιστο απαιτούμενο στα stress tests. Στο 12% περίπου βρίσκονται οι δείκτες στην Κύπρο, το τραπεζικό σύστημα της οποίας προσομοιάζει με το ελληνικό. Εκεί μέχρι στιγμής η διαχείριση των «κόκκινων» ανοιγμάτων γίνεται με σχετικά ήπιο τρόπο, στρατηγική που θέλουν να εφαρμόσουν και οι εγχώριες τράπεζες.
Σύμφωνα με στέλεχος χρηματιστηριακής που παρακολουθεί τον κλάδο, μόνο αν η κεφαλαιακή επάρκεια στην Ελλάδα πλησιάσει στα προαναφερθέντα επίπεδα ή αναπτυχθεί μια δυναμική προς αυτή την κατεύθυνση «είναι πιθανό ο επόπτης να ζητήσει τη λήψη δραστικών μέτρων». Με αυτά τα δεδομένα, ως και το τέλος του 2017 ο κλάδος μπορεί να «κάψει» κεφάλαια και κέρδη τουλάχιστον 14 δισ. ευρώ για ρυθμίσεις, διαγραφές δανείων και ζημιές από την πώλησή τους σε τρίτους, αποφεύγοντας νέες εκδόσεις μετοχών.
Πρόκειται για ένα «μαξιλάρι» κρίσιμης σημασίας μετά την εφαρμογή των νέων κανονισμών του bail-in στην Ευρώπη, οι οποίοι προβλέπουν συμμετοχή και των καταθετών στα σχήματα διάσωσης.
Κίνδυνος φαύλου κύκλου


Αναφερόμενη στο θέμα κορυφαία τραπεζική πηγή σχολίασε ότι «η απόσταση που μας χωρίζει από μια νέα ανακεφαλαιοποίηση απέχει από το σήμερα όσο και ο εκτροχιασμός της ελληνικής οικονομίας».
Οπως εξηγεί ο ίδιος, για να επιστρέψει ο κλάδος σε ασφαλή ύδατα θα πρέπει να υπάρξει μια σταθερή πορεία μείωσης των επισφαλειών, κάτι που είναι εφικτό μόνο σε περιβάλλον ανάκαμψης. Σε συνθήκες ύφεσης θα δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος, τροφοδοτούμενος από την αδυναμία επιχειρήσεων και νοικοκυριών να εξυπηρετήσουν το χρέος τους.
Σε ένα τέτοιο σενάριο, οι επιπλέον προβλέψεις που θα χρειαστεί να εγγράψουν οι τράπεζες, σε συνδυασμό με τις υποαξίες από ενδεχόμενες μεταβιβάσεις στοιχείων του ενεργητικού τους σε τρίτους, υπό την πίεση και του SSM, θα πιέσουν τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας σημαντικά, ανοίγοντας τον δρόμο για έναν νέο γύρο αυξήσεων κεφαλαίου, τον τέταρτο από το 2013.

Κεφαλαιακή ισχύς
Οι αντοχές του συστήματος

Με δεδομένο ότι οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να χρησιμοποιήσουν κεφάλαια ύψους 14 δισ. ευρώ για την αντιστάθμιση ζημιών από τις επισφάλειες έως και το τέλος του 2017, η απόσταση που μας χωρίζει από μία νέα ανακεφαλαιοποίηση δεν είναι αμελητέα.
Σύμφωνα με αναλυτές, για να προκύψουν νέες κεφαλαιακές ανάγκες θα πρέπει το ΑΕΠ να υποχωρήσει κατά τουλάχιστον 13%, προκαλώντας μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μία άνοδο των «κόκκινων» ανοιγμάτων κατά 28 δισ. ευρώ περίπου ή κατά 15% σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα.
Οι παραπάνω υπολογισμοί έγιναν με δεδομένο ότι για κάθε δάνειο που «σκάει» διενεργούνται προβλέψεις ίσες με το 50% της ονομαστικής του αξίας.
Οι 4 κίνδυνοι

Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα, η εξυγίανση των προβληματικών δανειακών χαρτοφυλακίων δεν πρόκειται να επιτευχθεί εάν:
(α) Οι μακροοικονομικές συνθήκες είναι λιγότερο ευνοϊκές από τις αναμενόμενες. Στην περίπτωση αυτή οι τράπεζες θα χρειαστεί να προσαρμόσουν περαιτέρω τα επιχειρηματικά τους μοντέλα για να αντιμετωπίσουν τις συνεχιζόμενες υποτονικές οικονομικές συνθήκες καθώς και το περιβάλλον των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων.
(β) Η μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου της αφερεγγυότητας δεν αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότερη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Ως εκ τούτου θα επηρεαστεί η ικανότητα των τραπεζών να επεκτείνουν τις πιστώσεις τους προς την πραγματική οικονομία.
(γ) Η πιστοληπτική ικανότητα των δανειοληπτών επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο από το αναμενόμενο. Σε αυτό το ενδεχόμενο, τα μέτρα εξυγίανσης δεν θα μπορέσουν να αντισταθμίσουν την περαιτέρω αύξηση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
(δ) Υπάρξει παράταση της ύφεσης. Σε αυτή την περίπτωση θα συνεχιστεί η μείωση των τιμών στα ακίνητα. Κατά συνέπεια θα προκληθεί απώλεια του σταθερού εισοδήματος των νοικοκυριών, τα οποία δεν θα είναι πλέον σε θέση να εξυπηρετήσουν το χρέος τους στα ενυπόθηκα δάνεια. Από την άλλη πλευρά, θα επηρεαστεί η δυνατότητα των τραπεζών να ανακτήσουν τα οφειλόμενα ποσά μέσω ρευστοποίησης των εξασφαλίσεών τους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ