Oι πολιτικές συνέπειες του Brexit μπορεί να είναι εκτεταμένες καθώς δεν αποκλείεται ένα δεύτερο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας (κάτι που οδηγεί στη διάλυση του ΗΒ) ή μια πιθανή κατάρρευση της συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής με τη Βόρεια Ιρλανδία (το Sinn Fein έχει ζητήσει δημοψήφισμα επανένωσης στην Ιρλανδία), παρατηρεί η Tina M. Fordham, πολιτική αναλύτρια της αμερικανικής τράπεζας Citigroup.
Το Brexit θα μπορούσε επίσης να ενισχύσει εθνικιστικά και αυτονομιστικά κόμματα/κινήματα στην Ευρώπη και ενδεχομένως πέρα απ’ αυτό θα ενισχύσει τις δυνάμεις αμφισβήτησης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης πιέζοντας για μια νέα συμφωνία στην ΕΕ η οποία δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια «σταθερή κατάσταση» πριν από το 2025.
Η Citi αναμένει ότι ένας νέος ηγέτης των Συντηρητικών στη Βρετανία θα επιλεγεί πριν από την έναρξη των διαπραγματεύσεων με την ΕΕ. Παράλληλα δεν αναμένει μια συμβιβαστική λύση μετά το δημοψήφισμα ή την προοπτική μιας αντιπροσφοράς από την ΕΕ που θα μπορούσε να αντιστρέψει το αποτέλεσμα. Σε επίπεδο ΕΕ το Brexit αυξάνει την αβεβαιότητα σχετικά με τη μελλοντική σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου με τη Γηραιά Ηπειρο, ενώ αναμένεται να παγώσουν οι ενταξιακές διαδικασίες με νέα μέλη και να αυξηθεί ο κίνδυνος νέων δημοψηφισμάτων με αντίστοιχο διακύβευμα.
Σε επίπεδο αγορών, αν η αναταραχή συνεχιστεί, αναμένεται οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες και οι ρυθμιστικές αρχές να λάβουν δράση δρομολογώντας μέτρα στήριξης της ρευστότητας.

«Το σοκ του Brexit, η αβεβαιότητα και η αναστάτωση της αγοράς θα περιορίσουν μεσοπρόθεσμα την ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ»
εκτίμησε ο Holger Schmieding, επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg Bank.
Σύμφωνα μάλιστα με τη γερμανική τράπεζα, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ευρώπη εισήλθαν σε μια νέα εποχή αυξημένων κινδύνων. Πέρα από τις επιπτώσεις στην οικονομία, οι πολιτικοί κίνδυνοι που ελλοχεύουν είναι πλέον μεγαλύτεροι απ’ ό,τι στο παρελθόν. Οι ιστορικοί του μέλλοντος, σημειώνει, μπορεί να λένε ότι το δημοψήφισμα ήταν η αρχή του τέλους για το Ηνωμένο Βασίλειο όπως το ξέρουμε. Ο κίνδυνος η χώρα να χάσει τελικά τη Σκωτία και τη Βόρεια Ιρλανδία έχει αυξηθεί. Παράλληλα η απόφαση του βρετανικού λαού ωθεί την ΕΕ σε σοβαρή κρίση ταυτότητας ενισχύοντας τις δυνάμεις εκείνες που θα επιδιώξουν παρόμοιες εξελίξεις σε διάφορες χώρες. Μετά το δημοψήφισμα η Βρετανία αναμένεται να υποβάλει αίτημα «διαζυγίου» από την ΕΕ σύντομα. Σύμφωνα με το άρθρο 50, κάτι τέτοιο θα ξεκινήσει μια διετή περίοδο διαπραγματεύσεων κατά την οποία η Βρετανία θα συνεχίσει να βρίσκεται εντός της ΕΕ. Ωστόσο η ΕΕ διαθέτει καλύτερα χαρτιά καθώς η Βρετανία χρειάζεται περισσότερο την πρόσβασή της στην ενιαία αγορά.
Σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, όσοι διατείνονταν ότι ακόμη και η ίδια η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος στη Βρετανία ήταν από μόνη της μια ήττα της Ευρώπης προφανώς δεν φαντάζονται καν τι θα μπορούσε να επιφέρει η απόφαση των Βρετανών να αποχωρήσουν από την Ενωση. Επί της ουσίας τίποτα πια δεν θα είναι ίδιο, ούτε για τη Βρετανία ούτε για την ΕΕ ούτε για τον δυτικό κόσμο στο σύνολό του. Και όχι μόνο σε οικονομικούς και πολιτικούς όρους, αφού, όπως χαρακτηριστικά τονίζουν αναλυτές του Politico, «η καμπάνια του Βrexit, με την τραγική κορύφωση της δολοφονίας της Τζο Κοξ μία εβδομάδα πριν, ανέδειξε τον διχασμό της βρετανικής κοινωνίας που κανείς δεν γνώριζε ότι ήταν τόσο βαθιά».
Κανείς δεν γνώριζε ενώ όφειλε, αφού ήταν εδώ και καιρό ηλίου φαεινότερον ότι η οικονομική πολιτική της ΕΕ, η οικονομική κρίση του Νότου αλλά και το προσφυγικό τσουνάμι των τελευταίων ετών ενίσχυσαν κόμματα από την Ακρα Αριστερά ως την Ακρα Δεξιά και τα έφεραν πιο κοντά παρά ποτέ στην εξουσία από ό,τι υπήρξαν καθ’ όλη την ιστορία της Ευρώπης. Μάλιστα οι αναλυτές αποδίδουν σε αυτά ακριβώς τα στοιχεία και τη μετεωρική άνοδο στην πολιτική σκηνή των ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ. Κάπως έτσι το βρετανικό δημοψήφισμα συνέπεσε και εμβάθυνε την κρίση της πολιτικής σκηνής της Δύσης που χτίστηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ενισχύθηκε και επεκτάθηκε μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989.

Καταφύγιο
Επενδυτική στροφή στον χρυσό

Η αγορά ήταν εντελώς απροετοίμαστη για το αποτέλεσμα-έκπληξη του δημοψηφίσματος στη Βρετανία και ένα από τα εμπορεύματα που επωφελείται περισσότερο από αυτό είναι ο χρυσός, παρατηρεί ο Ole Hansen, επικεφαλής Στρατηγικής Εμπορευμάτων της Saxo Bank. Ο χρυσός αποτελεί το απόλυτο επενδυτικό καταφύγιο σε περιόδους αναταραχών και αυτό αποδείχθηκε για ακόμη μία φορά και στην περίπτωση του Brexit. Η τιμή σε στερλίνες σημείωσε άνοδο κατά 15% έναντι της τιμής σε ευρώ που ανέβηκε κατά 10% και της τιμής σε δολάριο κατά 5%. Ο χρυσός έχει σπάσει το όριο των 1.300 δολ./ουγκιά και πιθανόν τώρα να κινηθεί ανοδικά προς τα 1.400 δολ./ουγκιά. Μετά την αρχική φάση αδράνειας αναμένουμε, αναφέρει, κάποια παγίωση και κινητικότητα μεταξύ των 1.300 δολ./ουγκιά και 1.315 δολ./ουγκιά, αλλά τελικά, με τις αποδόσεις των ομολόγων να καταγράφουν πτώση, τις αγορές να βρίσκονται υπό καθεστώς πίεσης και τη FOMC να τηρεί στάση αναμονής λόγω των εξελίξεων, συνεχίζουμε να βλέπουμε τη διοχέτευση κεφαλαίων στον χρυσό, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να τον οδηγήσει σε υψηλό από το 2014 στα 1.400 δολ./ουγκιά.
Η αγορά πετρελαίου

Την ίδια ώρα οι αγορές πετρελαίου βρίσκονται υπό πίεση. Αυτό που πρέπει να λάβουμε υπόψη είναι ότι η αγορά πετρελαίου έχει εισέλθει σε φάση εξισορρόπησης τους τελευταίους μήνες. Η αγορά έχει καταγράψει ήδη ένα δυνατό ράλι, αλλά το κλίμα risk-off που επικρατεί γενικά στην αγορά σε συνδυασμό με το ισχυρότερο δολάριο πλήττει το πετρέλαιο. Ωστόσο, όσο η τιμή του πέφτει θα μπορούσε να επιταχυνθεί η διαδικασία επαναφοράς, δεδομένου ότι θα μειωθεί η δυνατότητα των high cost producers να αυξήσουν την παραγωγή τους.
Ωστόσο θεωρεί ότι η καθοδική απόκλιση δεν είναι μεγάλη στο πετρέλαιο προβλέποντας ότι η στήριξη θα επέλθει στην περιοχή γύρω από τα 45 δολάρια τόσο για το WTI όσο και για το brent και το ενδιαφέρον των αγοραστών θα αναζωπυρωθεί όταν υπάρξει κινητικότητα κάτω από τα 46 δολάρια.
Ο μεγαλύτερος βραχυπρόθεσμος κίνδυνος είναι το γεγονός ότι υπάρχει γενικά έντονο κλίμα risk-off στην αγορά. Τα περιθώρια ασφάλισης εντοπίζονται σε όλες τις πλευρές. Αυτό ενδεχομένως να σημαίνει ότι τα hedge funds, τα οποία ως πρόσφατα κατέγραφαν ρεκόρ στις θέσεις αγοράς στο πετρέλαιο, θα μπορούσαν να μειώσουν ακόμη περισσότερο τον κίνδυνο και να ασκήσουν πίεση στις αγορές για πώληση. Συνολικά η στήριξη θα παγιωθεί χαμηλότερα, γύρω στα 45 δολάρια το βαρέλι.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ