Την επαναφορά του waiver που επιτρέπει να γίνονται δεκτά τα ελληνικά ομόλογα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έως ενέχυρα για τη χαμηλότερη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών αποφάσισε το βράδυ της Τετάρτης το διοικητικό συμβούλιο της ευρωτράπεζας. .
Όπως αναφέρει η ΕΚΤ στη σχετική ανακοίνωσή της, με την απόφαση αυτή αναστέλλεται η εφαρμογή των ελάχιστων απαιτήσεων πιστοληπτικής διαβάθμισης ως κριτηρίου καταλληλότητας για τη χρήση αυτών των μέσων ως εξασφαλίσεων. Υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν και όλα τα υπόλοιπα κριτήρια καταλληλότητας, μπορούν να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος.
Το waiver τίθεται σε ισχύ με σχετική νομική πράξη την ημερομηνία διακανονισμού της επόμενης πράξης κύριας αναχρηματοδότησης, στις 29 Ιουνίου 2016 και θα διατηρηθεί μέχρι νεωτέρας.
Η εξέλιξη αυτή ισχύει για όλα τα υφιστάμενα και νέα εμπορεύσιμα χρεόγραφα που εκδίδει ή εγγυάται η Ελληνική Δημοκρατία. Στη νομική πράξη θα διευκρινίζονται επίσης οι περικοπές αποτίμησης (haircuts) που θα εφαρμόζονται στα εν λόγω χρεόγραφα.
Όπως αναφέρει η ΕΚΤ στην ανακοίνωσή της, το Διοικητικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη ότι το διοικητικό συμβούλιο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) ενέκρινε την εκταμίευση του πρώτου ποσού της δεύτερης δόσης στο πλαίσιο του υφιστάμενου προγράμματος του ΕΜΣ για την Ελλάδα, μετά τη θετική αξιολόγηση, στην οποία κατέληξε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΚΤ, συγκεκριμένης δέσμης μέτρων πολιτικής που είχε ως αποτέλεσμα την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αναγνωρίζει επίσης τη δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης για την υλοποίηση του προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής του ΕΜΣ και συνεπώς αναμένει συνεχή συμμόρφωση με τους όρους του προγράμματος αυτού.
Τέλος, η ΕΚΤ σημειώνει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο θα εξετάσει σε μεταγενέστερο στάδιο το ενδεχόμενο αγοράς ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς τίτλων του δημόσιου τομέα (public sector purchase programme – PSPP), λαμβάνοντας υπόψη την πρόοδο που θα σημειωθεί ως προς την ανάλυση και την ενίσχυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, καθώς και άλλους παράγοντες σχετικούς με τη διαχείριση κινδύνων.