Συνήθως η γενική συνέλευση του ΣΕΒ αποτελεί βαρόμετρο για την οικονομική συγκυρία και τις διαθέσεις του επιχειρηματικού κόσμου έναντι της πολιτικής τάξης, κυρίως των δύο βασικών κομμάτων.
Στα τελευταία χρόνια της θητείας του κ. Δημήτρη Δασκαλόπουλου οι αβρότητες με τον τότε «εν αναμονή πρωθυπουργό» κ. Αλέξη Τσίπρα ήταν ενδεικτικές των σχέσεων που επιχειρούνταν να οικοδομηθούν με τη «νέα τάξη πραγμάτων» που βρισκόταν επί θύραις. Μόνο που, όπως αποδείχθηκε, επρόκειτο για προσωπική επιλογή του τότε προέδρου, η οποία είχε προκαλέσει ένα «μικρό σκάνδαλο» στο παρασκήνιο, τόσο το επιχειρηματικό όσο και το πολιτικό.
Είναι γνωστές πλέον οι αντιδράσεις που είχαν προκληθεί στους τότε ενοίκους του Μεγάρου Μαξίμου και εξ αυτού του λόγου προκλήθηκε και το «προνουτσιαμέντο» της τελευταίας στιγμής πίσω από τις κουίντες και η «εκών άκων» επιστράτευση του κ. Θεόδωρου Φέσσα – ο οποίος δεν ήταν καν μέλος του τότε διοικητικού συμβουλίου του ΣΕΒ.
Δύο χρόνια αργότερα τα πράγματα εξελίσσονται με τον ίδιο τρόπο, μόνο που στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν είναι ένα αριστερό κόμμα που πρόκειται να καταλάβει την κυβέρνηση, αλλά ένα ή μάλλον το παραδοσιακό αστικό κόμμα της ελληνικής πολιτική σκηνής, που οι σχέσεις του είναι συμβατές με τον επιχειρηματικό κόσμο, της Νέας Δημοκρατίας.
Ως εκ τούτου, δεν χρειάζονταν λογοπαίγνια και αναφορές στον Μαρξ και στον Λένιν, όπως έκανε ο κ. Δασκαλόπουλος για να ζεστάνει το κλίμα στην πρώτη ομιλία προς τους βιομηχάνους του κ. Τσίπρα. Την Τρίτη τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά. Το κλίμα οικειότητας περίσσευε σε σημείο μάλιστα που ο κ. Φέσσας δύο φορές αναφερόμενος στον κ. Κυριάκο Μητσοτάκη τον αποκάλεσε «Κυριάκο» και του έπλεξε το εγκώμιο λέγοντας πως διαθέτει τρεις πολύ καλές ιδιότητες: είναι νέος, έχει δουλέψει και ξέρει τι σημαίνει αξιωματική αντιπολίτευση σε μια περίοδο που η πυγμαχία είναι ένα ιδιαίτερο σπορ. Και ο πρόεδρος του ΣΕΒ φρόντισε να υπενθυμίσει στο ακροατήριο πως ο «Κυριάκος όταν ήλθε σε μια συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΣΕΒ μας είπε τρία πράγματα: να πληρώνουμε τους φόρους, να κάνουμε επενδύσεις στην Ελλάδα και να κάνουμε αγαθοεργίες». Και φρόντισε να κλείσει την προσφώνησή του λέγοντας πως «δεν ήλθε μόνο να μας μιλήσει αλλά και να ακούσει».
Και πράγματι, έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι του υποβλήθηκαν αρκετές ερωτήσεις από το ακροατήριο, κάτι που δεν είχε συμβεί το 2014 με τον κ. Τσίπρα, γεγονός που θα ήταν περισσότερο εύλογο τότε παρά τώρα. Ισως όμως δείχνει πως η mentalite των δύο πλευρών ήταν διαφορετική. Ο κ. Μητσοτάκης από την πλευρά του –και με αρκετό στόμφο, όπως χαρακτηρίζονται οι δημόσιες ομιλίες του –φρόντισε να ικανοποιήσει το ακροατήριό του.
Αλλά το βράδυ ο Πρωθυπουργός στην ομιλία του και έχοντας στο ακροατήριό του τον πρόεδρο της Κομισιόν κ. Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλο, έσπευσε να απευθύνει συγχαρητήρια στο προεδρείο του ΣΕΒ, όπως είπε, και όχι στον παρόντα πρόεδρο του ΣΕΒ, για τη βοήθεια που προσέφερε στην κυβέρνηση στο Ασφαλιστικό, με αντάλλαγμα, όπως φάνηκε επί της ουσίας, τη μείωση του ενεργειακού κόστους στη βιομηχανία.
Κινήθηκε σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος στο θέμα των επενδύσεων –οι βιομήχανοι θεωρούν ότι απαιτούνται επενδύσεις 100 δισ. ευρώ που δεν μπορεί παρά να έλθουν από το εξωτερικό, ενώ ο κ. Τσίπρας τους «προσγείωσε» λέγοντάς τους να επενδύσουν οι ίδιοι –και παράλληλα έδωσε το κυβερνητικό στίγμα για το πώς πρόκειται να κινηθεί στο Εργασιακό, όπου εκεί είναι μάλλον βέβαιο πως σε αρκετά σημεία δεν θα έχει μαζί του τον ΣΕΒ.
Στην ουσία όμως οι επιχειρηματίες γνωρίζουν πως τα περιθώρια της οικονομίας και οι χρόνοι έχουν πλέον λιγοστέψει επικίνδυνα. Και τούτο φάνηκε από την προτροπή του κ. Φέσσα προς τον κ. Γιούνκερ για τη δημιουργία ενός σχεδίου Γιούνκερ ειδικά για την Ελλάδα –κατά το σχέδιο Μάρσαλ.

HeliosPlus