Στην Ελλάδα συνεχίζεται να εφαρμόζεται
ένα αποτυχημένο οικονομικό μοντέλο και άρα η ελάφρυνση του χρέους είναι
θέμα δευτερευούσης σημασίας γράφει ο Σάιμον Νίξον στη Wall Street
Journal και τονίζει ότι η χώρα έχει εξελιχθεί στο «πρώτο πειστήριο» στην
υπόθεση κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η εξάχρονη κρίση χρέους -η οποία τώρα απειλεί να αναθερμανθεί ακριβώς
πριν από το δημοψήφισμα στη Βρετανία για την συμμετοχή της στην ΕΕ-
συχνά παρουσιάζεται ως η απόδειξη ότι η ΕΕ είναι αντιδημοκρατική,
καταστρέφει την κυριαρχία των κρατών και αγαπά την λιτότητα. Αλλά αυτή η
ρητορική είναι εκτός στόχου.

Το σημείο εκκίνησης για κάθε συζήτηση είναι να αναγνωριστεί ότι
το μεγαλύτερο φταίξιμο βρίσκεται στην ίδια τη χώρα, η οποία δεκαετίες
πριν από την κρίση είχε υιοθετήσει ένα καταστροφικό και μη βιώσιμο
οικονομικό μοντέλο και σε μεγάλο βαθμό αρνείται να το αλλάξει.

Σίγουρα, έχουν γίνει λάθη στον σχεδιασμό του πρώτου προγράμματος
διάσωσης της χώρας, θα έπρεπε να είναι καλύτερο για την Ελλάδα, αν όχι
και για την Ευρωζώνη, εάν το χρέος είxe αναδιαρθρωθεί από το 2010 και
όχι το 2012. Και είναι αλήθεια ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι του
προγράμματος υπήρξαν ιδιαίτερα απαιτητικοί όπως είναι πάντα όταν μία
χώρα είναι υποχρεωμένη να βασίζεται στους φορολογούμενους άλλων χωρών
για να εξυπηρετεί τα χρέη της και να χρηματοδοτεί το κράτος. Αλλά η
Ελλάδα είχε πάντα την πλήρη κυριαρχία να επιλέξει πως θα επιτύχει αυτούς
τους στόχους και ένα μεγάλο μέρος της καταστροφής που έχει εκτυλιχθεί
πηγάζει από το πώς οι διαδοχικές κυβερνήσεις ασκούν αυτή την κυριαρχία.

Μέσα στις δεκαετίες, οι ελληνικές κυβερνήσεις έστησαν ένα
κατάφωρα γενναιόδωρο κοινωνικό κράτος και προσέφεραν αφειδώς προστασία
σε μεγάλες ομάδες συμφερόντων, μέσω δανεισμού και φορολογώντας όλο και
μία μικρότερη ομάδα φορολογούμενων. Όταν χτύπησε η κρίση η Ελλάδα δεν
εγκατέλειψε αυτό το μοντέλο αλλά το ενίσχυσε.

Οι κυβερνήσεις επέμειναν να θέτουν ως προτεραιότητα την προστασία
των εργασιών στο δημόσιο τομέα και τους μισθούς ενάντια στις δαπάνες
για νοσοκομεία και φάρμακα ή για να διατηρήσουν τις ζωτικές δομές σε
λειτουργία. Επέμειναν στο να διατηρήσουν ένα ασφαλιστικό σύστημα που
παρέχει εισοδήματα για τους συνταξιούχους υψηλότερα από αυτά της
Γερμανίας αντί να δαπανούν χρήματα για την εκπαίδευση. Διατήρησαν ένα
φορολογικό σύστημα το οποίο εξαιρεί το εντυπωσιακό 55% των εργαζόμενων
αντί να μειώνουν τα βάρη για τις επιχειρήσεις που δημιουργούν δουλειές.

Τα μεγαλύτερα θύματα αυτής της πολιτικής είναι οι νέοι που
αντιμετωπίζουν υψηλά επίπεδα ανεργίας. Οι δανειστές της χώρας
αναγνώρισαν αυτό το πρόβλημα εδώ και αρκετό καιρό. Για αυτό το λόγο όταν
σχεδίασαν ένα δεύτερο πρόγραμμα το 2012, επιχείρησαν να περιορίσουν
διακριτικά τις πολιτικές επιλογές της Ελλάδας και ήταν πιο συγκεκριμένοι
σε σχέση με τις ανάγκες και τις αλλαγές που χρειάζεται εφαρμόσει η
Ελλάδα για να πάρει τα δάνεια.

Επέμειναν ότι η μόνη ρεαλιστική οδός για την ανάκαμψη της χώρας
για να επιστρέψει στην βιώσιμη ανάπτυξη και να δημιουργήσει τις συνθήκες
για την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα ήταν η διεύρυνση της φορολογικής
βάσης, η αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα και οι περικοπές στο
ασφαλιστικό που ανέρχονται στο 17% του ετήσιου κρατικού προϋπολογισμού.
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια οι δανειστές επιχειρούν να επιβάλλουν στην
Ελλάδα την επίτευξη αυτών των δεσμεύσεων, χρησιμοποιώντας τη μόνη δύναμη
που έχουν απέναντι στην Αθήνα, την ικανότητά τους να καθυστερούν τις
χρηματοδοτήσεις βάζοντας την Ελλάδα σε κίνδυνο άτακτης χρεοκοπίας.

Οι πιέσεις μέχρι τώρα δεν ήταν ικανές να πείσουν την Αθήνα να
αλλάξει πορεία. Η τωρινή κόντρα είναι η συνέχεια της ίδιας σύγκρουσης
που οδήγησε στην πτώση της προηγούμενης κυβέρνησης, οδήγησε σε δύο
εκλογικές αναμετρήσεις και σε ένα δημοψήφισμα. Αντιμέτωπη με ένα
δημοσιονομικό κενό που προκύπτει από την εφαρμογή αυτών των πολιτικών η
Αθήνα επιμένει σε ένα ακόμη γύρο αύξησης της φορολογίας που στοχεύει
στους πλούσιους.

Η διαφορά αυτή τη φορά είναι ότι ένας από τους
βασικούς δανειστές της Ελλάδας το ΔΝΤ, αρνείται να υπογράψει το σχέδιο.
Δεν πιστεύει ότι αυτές οι πολιτικές θα οδηγήσουν σε πρωτογενές πλεόνασμα
3,5% και θεωρεί ότι ο στόχος πρέπει να περιοριστεί στο πιο ρεαλιστικό
1,5%, αλλά αυτό είναι πολιτικά τοξικό για τις άλλες χώρες της ΕΕ, άρα το
ΔΝΤ επιμένει ότι πρέπει να υπάρξουν προληπτικά μέτρα.

Σε αυτό το πλαίσιο η συζήτηση για την ανακούφιση του χρέους είναι
δευτερευούσης σημασίας θέμα. Κανείς δεν θεωρεί ότι το χρέος της Ελλάδας
είναι βιώσιμο, εκτός εάν υιοθετηθούν οι πιο αισιόδοξες προβλέψεις.

Κανείς δεν πιστεύει ότι η Αθήνα θα μπορεί να ξεπληρώνει τα δάνειά
της στα χρόνια που ακολουθούν και κανείς δεν πιστεύει ότι η Ελλάδα θα
μπορεί να χρηματοδοτείται από τις αγορές. Ο μόνος λόγος για την
ανακούφιση του χρέους που έχει αξία -εκτός από το συμβολικό πολιτικό
δώρο- είναι ότι το ΔΝΤ δεν δανείζει εάν δεν υπάρχει δυνατότητα για τη
χώρα να βγει στις αγορές με το τέλος του προγράμματος, κάτι που για την
Ελλάδα δεν μοιάζει πιθανό χωρίς να έχει ξεκαθαριστεί το θέμα του
δυσβάσταχτου χρέους.

Η συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα -βασικό γερμανικό
αίτημα- απαιτεί την ανεύρεση μιας φόρμουλας που θα ικανοποιεί τις
απαιτήσεις του Ταμείου για σαφήνεια και τη γερμανική επιθυμία να
διατηρηθεί επαρκής πίεση που θα διασφαλίζει ότι η Ελλάδα δεν θα
επιστρέψει στις μέρες του παρελθόντος.

Αλλά από τη στιγμή που οι υπουργοί Οικονομικών συμφώνησαν να
ξεκινήσουν τη συζήτηση για την ανακούφιση του χρέους – με συναίνεση της
Γερμανίας που προηγουμένως επέμενε ότι αυτές οι συζητήσεις θα πρέπει να
περιμένουν μέχρι τη συμφωνία για τις μεταρρυθμίσεις στη χώρα- αυτό
μετατρέπεται σε ζήτημα των επόμενων ημερών. Το πραγματικό δράμα
παραμένει η συνεχιζόμενη τετραετής αντιπαράθεση πάνω από τις ανάγκες της
χώρας, που δεν μπορεί παρά να καταλήξει με δύο τρόπους: Είτε η Ελλάδα
αποφασίζει να εγκαταλείψει το αποτυχημένο οικονομικό μοντέλο ή η
Γερμανία θα σταματήσει να επιμένει στη συμμετοχή του ΔΝΤ στο τρίτο
πρόγραμμα, έτσι θα επιτρέψει στην Ευρωζώνη να δώσει ικανοποιητικά
χρήματα για να ξεπεράσει η Ελλάδα τις άμεσες προκλήσεις ρευστότητας και
με άλλα λόγια να αναβάλλουν κάθε μακροπρόθεσμη λύση της κρίσης. Η
εναλλακτική είναι να συνεχιστεί μία ακόμη εξουθενωτική κρίση χρέους την
ώρα που η Βρετανία θα αποφασίζει εάν θα παραμείνει στην ΕΕ.