Να ξεκινήσουν άμεσα οι διαπραγματεύσεις για τη χορήγηση ελάφρυνσης χρέους στην Ελλάδα παρά τη γερμανική αντίθεση, ζητά το ΔΝΤ από τους υπουργούς Οικονομικών του Eurogroup, όπως αναφέρουν σε δημοσίευμά τους οι Financial Times, τονίζοντας ότι έτσι «ανατρέπονται οι προσεκτικά ενορχηστρωμένες διαπραγματεύσεις εν όψει της έκτακτης συνεδρίασης την Δευτέρα».

Με επιστολή της προς τους 19 υπουργούς χθες το βράδυ, την οποία έχουν στην κατοχή τους οι FT, η Κριστίν Λαγκάρντ δηλώνει ότι οι αδιέξοδες συνομιλίες με την Αθήνα για την εξεύρεση των προληπτικών μέτρων των 3 δισ., οι οποίες διεξάγονται εδώ και ένα μήνα, έχουν αποβεί άκαρπες, και ότι η ελάφρυνση χρέους πρέπει να μπει στο τραπέζι άμεσα. Διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος να χαθεί η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα.

«Για να υποστηρίξουμε την Ελλάδα με μια νέα συμφωνία με το ΔΝΤ, είναι απαραίτητο η χρηματοδότηση και η ελάφρυνση του χρέους από τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας να βασίζονται σε ρεαλιστικούς δημοσιονομικούς στόχους διότι υποστηρίζονται από αξιόπιστα μέτρα για την επίτευξή τους”, αναφέρει η Λαγκάρντ.

Eιδικότερα, σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι Financial Times, στην επιστολή που έστειλε την Πέμπτη το βράδυ η Κριστίν Λαγκάρντ, τονίζει μεταξύ άλλων ότι:

«Δεν πιστεύουμε ότι θα είναι δυνατό να επιτευχθεί ένα 3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα», επειδή στηρίζεται σε πολύ υψηλούς φόρους που επιβάλλονται σε μια περιορισμένη φορολογική βάση και σε έκτακτα μέτρα «μιας χρήσης» που προτείνει η Αθήνα. Προκειμένου να στηρίξει την άποψή της η κυρία Λαγκάρντ σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «οι εκτιμήσεις μας στηρίζονται σε ρεαλιστικές υποθέσεις βάσει της μέχρι σήμερα «συμπεριφοράς» της Ελλάδας, το διεθνές περιβάλλον και τα τελευταία στοιχεία που δημοσιοποίησε η Eurostat». Προσθέτει ακόμη ότι ο στόχος του 3,5% του ΑΕΠ όχι μόνο είναι δύσκολος να επιτευχθεί αλλά μπορεί να αποδειχθεί αντιπαραγωγικός. «Δεν πιστεύουμε ότι είναι δυνατόν να επιτευχθεί ο στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ, μόνο με τη «χρήση» αύξησης των ήδη υψηλών φόρων και μάλιστα σε μία περιορισμένη φορολογική βάση, μείωσης περαιτέρω των προαιρετικών δαπανών και στήριξης σε προσωρινά μέτρα, όπως αυτά που έχουν προταθεί τις δύο τελευταίες εβδομάδες. Η πρόσθετη δημοσιονομική προσαρμογή του 2% του ΑΕΠ θα ήταν αξιόπιστη μόνο εάν στηρίζονταν σε μεταρρυθμίσεις μακροχρόνιου ορίζοντα στο δημόσιο τομέα, κυρίως στο συνταξιοδοτικό και φορολογικό σύστημα».

«Δυστυχώς, ο μηχανισμός έκτακτης ανάγκης που η Ελλάδα έχει προτείνει δεν περιλαμβάνει [συγκεκριμένες οικονομικές] μεταρρυθμίσεις. Αντ’ αυτού, οι αρχές πρότειναν να κάνουν βραχυπρόθεσμες οριζόντιες περικοπές στις προαιρετικές δαπάνες – οι οποίες έχουν ήδη συμπιεστεί σε βαθμό που η παροχή δημοσίων υπηρεσιών βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο – ή προσωρινές μειώσεις στις συντάξεις και τους μισθούς που δεν υποστηρίζονται από ριζικές παραμετρικές μεταρρυθμίσεις. Με βάση την προηγούμενη εμπειρία, τέτοια μέτρα δεν είναι πολύ αξιόπιστα, αλλά είναι επίσης ανεπιθύμητα, καθώς ενισχύουν την αβεβαιότητα και αδυνατούν να επιλύσουν τις υποκείμενες ανισορροπίες. Οφείλω επίσης να προσθέσω ότι η Ελλάδα έχει ψηφίσει μια ντουζίνα μηχανισμούς «τύπου» έκτακτης ανάγκης τύπου στο παρελθόν, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό δεν λειτούργησαν.»

«Με βάση την προηγούμενη απόδοση, τα ad hoc μέτρα » της στιγμής» δεν είναι πολύ αξιόπιστα, αλλά είναι και ανεπιθύμητα, καθώς προσθέτουν στην αβεβαιότητα και αδυνατούν να επιλύσουν τις ανισορροπίες».

«Για να στηρίξει την Ελλάδα με μια νέα συμφωνία το ΔΝΤ, είναι σημαντικό η χρηματοδότηση και η ελάφρυνση του χρέους από τους Ευρωπαίους εταίρους να βασίζονται σε δημοσιονομικούς στόχους που να είναι ρεαλιστικοί και να υποστηρίζονται από αξιόπιστα μέτρα για την επίτευξή τους».

Όντας κάτι παραπάνω από ξεκάθαρη η επικεφαλής του ΔΝΤ τονίζει ότι «δεν αναμένουμε ότι η Ελλάδα θα κατορθώσει να διατηρήσει ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για τις επόμενες 10ετίες. Μόνο λίγες ευρωπαϊκές χώρες το έχουν καταφέρει και μάλιστα έχοντας ισχυρή στήριξη από την κοινωνία, κάτι το οποίο δεν φαίνεται να ισχύει στην περίπτωση της Αθήνας. Θα ήταν μη ρεαλιστικό να περιμένουμε ότι οι μελλοντικές κυβερνήσεις δεν θα υποκύψουν στις πιέσεις για χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής. Η πρόσφατη εμπειρία – τόσο μία κεντροδεξιά κυβέρνηση, όσο και μία κεντροαριστερή κυβέρνηση χαλάρωσαν τις προσπάθειές τους μόλις επετεύχθη ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα – θα πρέπει να μας διδάξει να μην περιμένουμε εκπλήξεις από την Ελλάδα. Κατά τη γνώμη μας, η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 1,5% του ΑΕΠ στο μέλλον είναι κάτι που μπορεί να επιτευχθεί, υπό την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή του προγράμματος θα είναι επιτυχημένη και ο προϋπολογισμός θα ελέγχεται από τους Ευρωπαίους για τα επόμενα χρόνια».

Για τελεσίγραφο Λαγκάρντ στο Βερολίνο κάνουν λόγο τα γερμανικά ΜΜΕ

Για «τελεσίγραφο Λαγκάρντ στο Βερολίνο» κάνει λόγο η γερμανική εφημερίδα Sueddeutsche Ζeitung αναφερόμενη στην επιστολή που απέστειλε το βράδυ της Πέμπτης στους 19 υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης, ενόψει του Eurogroup της Δευτέρας.

«Η επιστολή της Κριστίν Λαγκάρντ έρχεται να ανατρέψει τα ως τώρα δεδομένα και τερματίζει την ατελέσφορη συζήτηση για τα ‘‘μέτρα κάβα’’» σημειώνεται στη γερμανική εφημερίδα.

Στην επιστολή, η επικεφαλής του Ταμείου ζητεί άμεση απόφαση για μείωση πρωτογενούς πλεονάσματος το 2018, ή συγκεκριμένα μέτρα, και έναρξη της συζήτησης για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, κάτι που προκάλεσε τον αιφνιδιασμό του Βερολίνου.

«Πρόκειται για τη χειρότερη δυνατή (πολιτική) συγκυρία για τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, συγκυρία η οποία δεν του επιτρέπει παραχωρήσεις στο θέμα του χρέους» σχολιάζει ακόμη η SZ.