Σε μια παραλυτική αναμονή, με το παράδοξο να έχει μετατραπεί σε κανονικότητα, βρίσκεται ο επιχειρηματικός κόσμος.
Η επενδυτική δραστηριότητα –εκτός των απολύτως αναγκαίων κινήσεων και σε ιδιαίτερους κλάδους της αγοράς –έχει παγώσει, όχι μόνο αναμένοντας την ομαλοποίηση της οικονομίας –έστω και με τον αναπνευστήρα –αλλά κυρίως, όπως έλεγε παράγων του επιχειρηματικού κόσμου, διότι «το σημερινό περιβάλλον μοιάζει με κινούμενη άμμο».
Ο ίδιος μάλιστα μιλώντας προς «Το Βήμα» έλεγε ότι το πρώτο που απαιτείται είναι ένα σταθερό περιβάλλον και συμπλήρωνε πως είναι ανάγκη να διαμορφωθεί ένα ελκυστικό επενδυτικό περιβάλλον, έτσι ώστε η ελληνική αγορά να μπορέσει να προσελκύσει ξένους κεφαλαιούχους.

«Τουλάχιστον η επιλογή είναι η Ευρώπη»


Βέβαια θεωρεί ότι «δεν βρισκόμαστε στο καταστροφικό επτάμηνο του 2015 –αν και η χρονική εκκρεμότητα της διαπραγμάτευσης είναι περίπου παρόμοια -, και τούτο διότι η κυβέρνηση και ιδιαίτερα το Μέγαρο Μαξίμου έχει ξεκαθαρίσει πως η επιλογή της είναι η Ευρώπη, κάτι που πέρυσι δεν ήταν τόσο σαφές, αλλά όμως η αναμονή παραλύει την αγορά και την οικονομία».
Από την άλλη πλευρά, επιχειρηματικοί κύκλοι που έχουν καλή γνώση του πολιτικού παρασκηνίου έλεγαν για την κυβέρνηση ότι «πρέπει κάποιος να τους δείξει πώς γίνονται τα πράγματα», αναγνωρίζοντας δηλαδή τον «ερασιτεχνισμό» του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος στην άσκηση της κυβερνητικής διαχείρισης.
Παράλληλα διάφοροι επιχειρηματικοί παράγοντες θεωρούν ότι η κυβέρνηση έχει ισχυρό έλλειμμα αξιοπιστίας, διότι, όπως έλεγαν χαρακτηριστικά, «δεν ξέρεις αν αυτά που λένε τα εννοούν και τι άλλο σκέφτονται την ίδια στιγμή».
Ενδιαφέρον πάντως στην αξιολόγηση του κυβερνητικού σχήματος παρουσιάζει ο εγκωμιαστικός λόγος με τον οποίο εκφράζονται για τον υπουργό Οικονομικών κ. Ευκλείδη Τσακαλώτο, αλλά και για τη «μετριοπάθεια» του αντιπροέδρου της κυβέρνησης κ. Γιάννη Δραγασάκη –αντιθέτως, αδιάφορος παραμένει ο πρώην συνδικαλιστής και νυν αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών κ. Τρύφων Αλεξιάδης.
Αστάθεια και υπερφορολόγηση


Επί της ουσίας πάντως ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα του εξαιρετικά ασταθούς επιχειρηματικού περιβάλλοντος –που λειτουργεί αποτρεπτικά στην προσέλκυση επενδύσεων –είναι η γενικότερη υπερφορολόγηση της οικονομίας και όχι τόσο οι φορολογικοί συντελεστές των επιχειρηματικών κερδών.
Επ’ αυτού είναι χαρακτηριστική η επισήμανση του εβδομαδιαίου δελτίου του ΣΕΒ. Συγκεκριμένα αναφέρεται: «Η κυβέρνηση προσπαθεί να πετύχει δημοσιονομικά πλεονάσματα μέσω της υπερφορολόγησης των συνεπών φορολογουμένων και των επιχειρήσεων που έχουν μείνει ακόμη όρθιες. Το αποτέλεσμα βεβαίως θα είναι καταστροφικό, καθώς το διαθέσιμο εισόδημα και τα κίνητρα για εργασία και επιχειρηματικότητα θα καταρρεύσουν, οδηγώντας την οικονομία εκ νέου σε ύφεση και υποσκάπτοντας την επίτευξη των στόχων του Μνημονίου. Ενώ οι δαπάνες του Δημοσίου παραμένουν στο απυρόβλητο, η κυβέρνηση επιβαρύνει για πολλοστή φορά με υψηλότερους φόρους τους συνεπείς φορολογουμένους και τις επιχειρήσεις που διανέμουν ακόμη μέρισμα. Σε αυτό θα συμβάλουν καθοριστικά η αύξηση του ΦΠΑ και η αύξηση της φορολογίας των μερισμάτων από 10% σε 15%».
Γενικότερα πάντως αξίζει να σημειωθεί ότι ο επιχειρηματικός κόσμος –οι επιχειρήσεις δηλαδή που ύστερα από έξι χρόνια ύφεσης κατόρθωσαν να επιβιώσουν –πορεύεται χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει.
Με την έλλειψη της ρευστότητας εμφανή, η αγορά συνεχίζει να κινείται «χρωστώντας ο ένας στον άλλον και ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή ο καθένας θα πληρώσει τις υποχρεώσεις του». Βέβαια, επισημαίνουν οι προαναφερόμενοι επιχειρηματικοί κύκλοι, οι τράπεζες έχοντας αποστασιοποιηθεί από το μεγαλύτερο μέρος της επιχειρηματικής αγοράς δεν σημαίνει πως δεν χρηματοδοτούν. Με εξαιρετικά φειδωλό τρόπο συνεχίζουν να χρηματοδοτούν πολύ μικρό αριθμό επιχειρήσεων –συγκριτικά με όσες έχουν πραγματική ανάγκη –οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν τα «διαμάντια» της ελληνικής επιχειρηματικής κοινότητας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ