Ο ελληνικός επιχειρηματικός κόσμος με κομμένη την ανάσα παρακολουθεί τις κυβερνητικές διαπραγματεύσεις με τους δανειστές για την πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος. «Η οικονομία είναι σε κατάσταση αναμονής» αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Θεόδωρος Φέσσας, πρόεδρος του ΣΕΒ, σε συνέντευξή του προς το «Βήμα».
Προσθέτει μάλιστα ότι «η επιτυχής ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης είναι η αφετηρία για να σχεδιάσουμε μια περίοδο σταθερή και ελπιδοφόρα».
Παραμένει αισιόδοξος για την τύχη αλλά και για τις δυνατότητες της οικονομίας, υπό προϋποθέσεις φυσικά, κυριότερη εκ των οποίων είναι η διαμόρφωση ενός οικονομικού περιβάλλοντος σταθερού και ευνοϊκού προς έλληνες και ξένους επενδυτές και τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι η υπερφορολόγηση της οικονομίας θα φέρει –όπως έχει αποδειχθεί –τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, αναφέροντας ενδεικτικά την περίπτωση του καπνού, η υπερφορολόγηση του οποίου έχει αυξήσει εντυπωσιακά το λαθρεμπόριο.
Είναι γνωστό πως σήμερα στην αγορά υπάρχει διάχυτη η εκτίμηση, αλλά και έκδηλη ανησυχία, πως η εφετινή χρονιά, το 2016, θα είναι τελικά μια κακή χρονιά –με επιδόσεις χειρότερες από πέρυσι. Συμμερίζεστε αυτή την αντίληψη; Και τι προτείνετε ώστε να πετύχουμε αλλαγή πορείας και να διασφαλιστεί το γύρισμα της αγοράς έως το τέλος του χρόνου;
«Η οικονομία είναι σε κατάσταση αναμονής και αυτό αποτυπώνεται στις λιανικές πωλήσεις και στον δείκτη προμηθειών (PMI). Αν η αβεβαιότητα δώσει τη θέση της σε μια αναπτυξιακή πολιτική με δημοσιονομική πειθαρχία και περιορισμό της φοροδιαφυγής, τότε οι προοπτικές θα αλλάξουν. Ο στόχος του προγράμματος, για 3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα έως το 2018, είναι πιθανόν εφικτός. Ετσι μπορούν στη συνέχεια να μειωθούν δραστικά οι φορολογικοί συντελεστές για να τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα. Επιπλέον, επιβάλλεται να αναπροσαρμοσθούν οι παροχές και το μέγεθος του δημόσιου τομέα στις δυνατότητες της ιδιωτικής οικονομίας.
Υπογραμμίζουμε σε κάθε ευκαιρία ότι η επιτυχής ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης είναι η αφετηρία για να σχεδιάσουμε μια περίοδο σταθερή και ελπιδοφόρα. Γι’ αυτό και η επικοινωνία της κυβέρνησης με τον επιχειρηματικό κόσμο επιβάλλεται να είναι συστηματική και να εμπλουτίζεται διαρκώς με προτάσεις αναπτυξιακού περιεχομένου που υπερβαίνουν το Μνημόνιο. Σήμερα δυστυχώς αυτή η επαφή γίνεται κατά περίπτωση και παραμένει αποσπασματική, ενώ μπορούμε να την εμβαθύνουμε και να της δώσουμε νέο περιεχόμενο, μέσα από διάφορες δράσεις, όπως είναι για παράδειγμα το νεοσυσταθέν Φόρουμ Βιομηχανίας, το οποίο είναι μια αξιόλογη προσπάθεια».
Στη διάρκεια των τελευταίων μηνών έχει αναπτύξει μία ιδιαίτερη δραστηριότητα συνομιλώντας με τους ευρωπαϊκούς θεσμικούς, πολιτικούς, οικονομικούς και επιχειρηματικούς παράγοντες. Τι μηνύματα μεταφέρετε σχετικά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και τι ζητούν οι συνομιλητές σας από την ελληνική πλευρά, έτσι ώστε να αρθεί η αβεβαιότητα και να επανακινηθεί η οικονομία;
«Κατ’ αρχάς, μεταφέρουμε την ανησυχία των επιχειρήσεων για την πορεία της ελληνικής οικονομίας που δεν αντέχει μια επανάληψη του 2015, δηλαδή παράταση της αβεβαιότητας. Θύματα της αστάθειας είναι οι μικρές κυρίως επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά, οι νομοταγείς φορολογούμενοι και, φυσικά, τα δημόσια έσοδα. Χωρίς χρονοτριβή, κυβέρνηση και εταίροι οφείλουν να καταλήξουν σε συμφωνία και να δώσουν προτεραιότητα στην οικονομική λογική. Τι λέει αυτή; Οτι δεν μπορεί να αποδώσει έσοδα άλλος ένας γύρος φορολογικών επιβαρύνσεων. Η ιστορία έχει δείξει ότι υπερβολές στη φορολογία δεν αποδίδουν και οι δύο πλευρές οφείλουν να το αναγνωρίσουν και να το αποτρέψουν. Πάρτε ως παράδειγμα τον φόρο στον καπνό. Χωρίς οι Ελληνες να περιορίσουν το κάπνισμα, οι επανειλημμένες αυξήσεις του φόρου καπνού έχουν οδηγήσει σε μείωση των εισπράξεων. Υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οργιάζει το λαθρεμπόριο; Το ίδιο συμβαίνει σε κάθε αύξηση συντελεστών άμεσης ή έμμεσης φορολογίας. Ενθαρρύνεται η παραβατικότητα, όποιος μπορεί να ξεφύγει δεν πληρώνει και ο στόχος των εσόδων δεν επιτυγχάνεται. Ετσι, ο φαύλος κύκλος «μικρότερα έσοδα – υψηλότεροι συντελεστές» συνεχίζεται…
Γι’ αυτό και οι πάντες στο εξωτερικό μάς ζητούν να γίνει η Ελλάδα μια κανονική οικονομία της αγοράς, με οργανωμένο κράτος που δεν θα ξοδεύει δανειζόμενο! Και περιμένουν να δουν συνεπείς επιχειρήσεις, αλλά και πολίτες που θα τηρούν τους νόμους και θα εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους».
Εχει γίνει πολύς λόγος για την περίφημη παραγωγική ανασυγκρότηση. Τι σημαίνει για εσάς και ποιο είναι το κατάλληλο μείγμα πολιτικής προκειμένου να ενισχυθεί η ελληνική παραγωγική βάση και να δημιουργηθούν ανάπτυξη και θέσεις εργασίας;
«Οπως προανέφερα, σημαίνει ότι αντιμετωπίζουμε αποφασιστικά τη φοροδιαφυγή, την εισφοροδιαφυγή, τη χαμηλή παραγωγικότητα, τη χαμηλή ροπή προς την καινοτομία, αλλά και από την άλλη πλευρά σημαίνει ότι στηρίζουμε την εξωστρεφή δραστηριότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.
Πολιτικές που ενθαρρύνουν τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις να γίνουν οργανωμένες παραγωγικές μονάδες μεγαλύτερου μεγέθους, οι οποίες θα χτίζουν αλυσίδες αξίας γύρω από τις μεγάλες και θα εντάσσουν σε αυτές μικρότερες επιχειρήσεις αυξημένης ανταγωνιστικότητας, είναι ο μόνος δρόμος για να δημιουργήσουμε καλά αμειβόμενες και βιώσιμες θέσεις εργασίας».

Προτάσεις
Η επενδυτική αναγέννηση

Με ποια μέτρα πολιτικής μπορεί να αποκατασταθεί μια συνεχής ροή παραγωγικών επενδύσεων στη χώρα μας;
«Κωδικοποιώντας τις προτάσεις μας για την επενδυτική αναγέννηση, προτείνουμε:

Πρώτον, ένα σύστημα εκ των υστέρων επιβράβευσης των δαπανών που δημιουργούν κερδοφορία, άρα πρόσθετα φορολογικά έσοδα και θέσεις εργασίας. Βασικό εργαλείο είναι η μεταφερόμενη υπεραπόσβεση (π.χ. σε ποσοστό 200%) που θα παρέχεται σε κεφαλαιακές δαπάνες (CaPex) καθώς και ένας μειωμένος φορολογικός συντελεστής (20%) σε περίπτωση επανεπένδυσης κερδών.

Δεύτερον, απλοποίηση επιχειρηματικού περιβάλλοντος, με μείωση της γραφειοκρατίας, ταχύτερη εκπλήρωση των υποχρεώσεων της δημόσιας διοίκησης (π.χ. η επιστροφή ή ο συμψηφισμός του ΦΠΑ κ.λπ.), επιτάχυνση και ξεκαθάρισμα στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, βελτίωση της λειτουργίας των επιχειρηματικών πάρκων, το ενεργειακό κόστος κ.τ.λ.
Τρίτον, αναδιάρθρωση επιχειρηματικών δομών μέσα από οργανική διασύνδεση των μεταποιητικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων με μεγαλύτερες.
Τέταρτον, αποτελεσματική ενσωμάτωση της καινοτομίας στην παραγωγή. Το χαμηλό τεχνολογικό περιεχόμενο των ελληνικών εξαγωγών δημιουργεί ταβάνι στις ανταγωνιστικές δυνατότητές μας διεθνώς. Αυτό μπορεί να βελτιωθεί τόσο με την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων και ερευνητικών φορέων, αλλά και με ισχυρά κίνητρα ενθάρρυνσης επενδύσεων στην καινοτομία. Για παράδειγμα, η ενθάρρυνση εγκατάστασης στην Ελλάδα κέντρων καινοτομίας και έρευνας πολυεθνικών μπορεί να σταματήσει τη φυγή νέων επιστημόνων προς το εξωτερικό».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ