Μπορεί η ανακοίνωση της Deutsche Bank περί αγοράς μη εξασφαλισμένων ομολόγων να βελτίωσε το επενδυτικό κλίμα την Παρασκευή, εντούτοις η αστάθεια των χρηματιστηριακών αγορών που χάνουν 10 τρισ. δολ. εφέτος και ιδιαίτερα το ξεπούλημα των ευρωπαϊκών τραπεζικών μετοχών δείχνει να κορυφώνεται.
Από την άλλη πλευρά, η επιδείνωση του πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού σκηνικού στην Ελλάδα οδήγησε τα ελληνικά ομόλογα και πάλι στα ύψη, ενώ το Χρηματιστήριο της Αθήνας επέστρεψε στα επίπεδα του μακρινού 1987, καθώς οι ελληνικές μετοχές χάνουν μόνο εφέτος 14,5 δισ. ευρώ.
Οι νέες ανησυχίες για την αποτελεσματικότητα αλλά και την αξιοπιστία της ασκούμενης νομισματικής πολιτικής των Κεντρικών Τραπεζών, η συνεχιζόμενη έντονη μεταβλητότητα στο πετρέλαιο που οδήγησε και πωλήσεις θέσεων από τα κρατικά ταμεία πλούτου και η «απέχθεια» προς τις τράπεζες που πλήττονται από αρνητικά επιτόκια οδήγησαν σε απώλειες 10 τρισ. δολ. εφέτος στα χρηματιστήρια.
Πετρέλαιο και Κίνα

Παράλληλα η πτώση του πετρελαίου πυροδότησε μια έντονη θετική συσχέτιση μεταξύ της εξέλιξης της τιμής του και των μετοχών, ενώ η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας ασκεί πιέσεις στις τιμές των εμπορευμάτων και καθιστά την ανάκαμψη των αναδυόμενων αγορών σχεδόν αδύνατη.
Για ορισμένους αναλυτές η παγκόσμια οικονομία έχει παγιδευτεί σε σπιράλ θανάτου που θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω εξασθένηση των τιμών του πετρελαίου, σε ύφεση και σε μια σοβαρή bear market (μακροχρόνια πτωτική αγορά), καθώς η ισχυροποίηση του δολαρίου, οι χαμηλότερες τιμές του πετρελαίου και εμπορευμάτων, η εξασθένηση του διεθνούς εμπορίου και η μείωση της παγκόσμιας ανάπτυξης θα μπορούσαν να προκαλέσουν νέα πτώση στα διεθνή χρηματιστήρια.
Το Χρηματιστήριο της Αθήνας σημειώνει από την αρχή του έτους τη χειρότερη απόδοση στον κόσμο βάσει των δεικτών της MSCI, ενώ οι ελληνικές μετοχές χάνουν εφέτος 14,5 δισ. ευρώ.
Μόνο οι τέσσερις συστημικές τράπεζες που άντλησαν άμεσα 9,5 δισ. ευρώ από την αγορά λίγο πριν από το τέλος του 2015 χάνουν εφέτος 6,6 δισ. ευρώ. Ο τραπεζικός κλάδος αποτιμάται πλέον σε 4,5 δισ. ευρώ όταν τα συνολικά νέα κεφάλαια που αντλήθηκαν τον Δεκέμβριο ήταν υπερδιπλάσια (13,75 δισ. ευρώ).
Αυξάνονται οι φόβοι

«Οσοι ξένοι επενδυτές πίστεψαν στην Ελλάδα δίνοντάς της μια δεύτερη ευκαιρία και μπήκαν στις αυξήσεις κεφαλαίων των τραπεζών χάνουν σήμερα πάνω από το 60% των κεφαλαίων τους» σημείωναν διαχειριστές που δείχνουν να μην πιστεύουν τις ελληνικές παλινωδίες στις οποίες γίνονται μάρτυρες. Το πολιτικό μας σύστημα εξάλλου δεν έχει επιδείξει ικανότητες και ευελιξίες για μακρύ χρονικό διάστημα καταδικάζοντας έτσι στο τέλος τον μέσο Ελληνα σε συνεχώς βαθύτερη οικονομική και κοινωνική κρίση.
Καθώς η ολοκλήρωση της αξιολόγησης θεωρείται κρίσιμης σημασίας για την οικονομία, η μη ικανοποιητική πορεία των μεταρρυθμίσεων, οι διαφωνίες για το Ασφαλιστικό και οι καθυστερήσεις στις διαπραγματεύσεις που έσπρωξαν τις τραπεζικές μετοχές στον γκρεμό αυξάνουν τους φόβους πως ίσως χρειαστεί ένας νέος γύρος ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών, κάτι που αν συμβεί θα περιλαμβάνει και bail-in, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους καταθέτες αλλά και για επενδυτές όπως οι John Paulson, Prem Watsa, Wilbur Ross και άλλα funds να έχουν επενδύσει περισσότερα από 10 δισ. ευρώ στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Την ώρα που από τον Νοέμβριο του 2014 έχουν φύγει από τις καταθέσεις 42 δισ. ευρώ, ενώ έχουν επιστρέψει μόλις 2,5 δισ. ευρώ και η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ φθάνει το 1/3 του ισολογισμού τους έναντι 3%-4% στην ευρωζώνη, ο τραπεζικός κλάδος παραμένει στη δίνη του κυκλώνα. Ερευνα της Morgan Stanley εκτίμησε μάλιστα ότι το 90% των καταθέσεων που έφυγαν είναι απίθανο να επιστρέψουν, σε αυτή τουλάχιστον τη φάση, υποδηλώνοντας την ύπαρξη κινδύνων χρηματοδότησης μακροπρόθεσμα.
Η αξιοπιστία

Πάντως σήμερα οι βασικοί «παίκτες» στις ελληνικές τράπεζες Fairfax, Wilbur Ross, Fidelity, Mackenzie και Brookfield, που συμμετείχαν στις αυξήσεις δεν πούλησαν, καθώς έτσι θα κατέγραφαν μεγάλες απώλειες, ενώ φέρεται ότι από την πλευρά των πωλητών βρέθηκαν μεταξύ άλλων, οι KKR, Wellington και Credit Agricole, αλλά και άλλα funds που πήραν τη στρατηγική απόφαση να μειώσουν θέσεις συνολικά στα χρηματιστήρια ξεκινώντας από τις πιο περιφερειακές και με μικρή ρευστότητα αγορές, όπως η ελληνική, της οποίας το Grexit risk έχει αυξηθεί.
Διαχειριστές κεφαλαίων εκτιμούσαν ότι για να ξανακερδηθεί η αξιοπιστία της χώρας θα πρέπει η κυβέρνηση να συνεχίσει τον δρόμο των μεταρρυθμίσεων και συνολικά το πολιτικό σύστημα να στηρίξει την αναγκαία πορεία που θα βγάλει τη χώρα από τη στενωπό, ενώ η ολοκλήρωση της αξιολόγησης άμεσα θεωρείται σημείο κλειδί για τη συνέχεια σε μια περίοδο μάλιστα που η πίεση από τους πρόσφυγες που φθάνουν στη χώρα έρχεται να προσθέσει ακόμη ένα βάρος στη στάσιμη οικονομία της εντείνοντας τις κοινωνικές εντάσεις και την πολιτική αβεβαιότητα.


Ευρωπαϊκές τράπεζες
Ανησυχία για τις κεφαλαιακές ανάγκες

Οι ευρωπαϊκές τράπεζες, οι οποίες έχουν χάσει πάνω από το 25% της αξίας τους εφέτος, βρίσκονται σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές ένα βήμα πριν από την καταιγίδα, καθώς είναι πιθανόν να μην καταφέρουν να καλύψουν τις κεφαλαιακές ανάγκες τους για το 2016.
Το καθεστώς αρνητικών επιτοκίων της ΕΚΤ εξάλλου, το οποίο δεν αποκλείεται να επεκταθεί από τον Μάριο Ντράγκι στις 10 Μαρτίου, σημαίνει ότι οι τράπεζες πρέπει ουσιαστικά να πληρώνουν για να έχουν ρευστότητα, ενώ την ίδια στιγμή πιέζονται για τα καθαρά επιτοκιακά περιθώριά τους. O αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Βάλντις Ντομπρόβσκις προσπάθησε πάντως να κατευνάσει τους επενδυτές υποστηρίζοντας πως οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι ασφαλείς και δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για την αστάθεια που παρουσιάζουν οι τραπεζικές μετοχές τις τελευταίες εβδομάδες.
Προσέγγιση αποδόσεων

Οι επενδυτές προβληματίζονται από την προοπτική τα επιτόκια να παραμείνουν χαμηλότερα από την περυσινή χρονιά σε όλον τον αναπτυγμένο κόσμο, την ώρα που το σύνολο των κυβερνητικών ομολόγων που διακινούνται με αρνητικές επιδόσεις άγγιξε το υψηλό των 6 τρισ. δολαρίων. Ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι τα προβλήματα του τραπεζικού κλάδου έχουν να κάνουν με την προσέγγιση των αποδόσεων μεταξύ βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων επιτοκίων, κάτι που δυσκολεύει την προσπάθειά τους να κερδίσουν από τις κλασικές τους δραστηριότητες. Σε περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων εξάλλου, οι τράπεζες δεν μπορούν να μεταφέρουν το βάρος στους πελάτες τους.
Η μεταβλητότητα και η αναταραχή που υπάρχουν στα credit spreads μπορεί πάντως, σύμφωνα με το Bloomberg, να οφείλονται σε κάτι περισσότερο από τον φόβο σχετικά με την Deutsche Bank. Μάλλον υπογραμμίζουν το εύρος στο οποίο οι επενδυτές έχουν «κυνηγήσει» τις αποδόσεις τα τελευταία δύο χρόνια και τώρα βρίσκονται εκτεθειμένοι στο ρίσκο ανατίμησης.
Αν π.χ. μια τράπεζα χρειαστεί να σταματήσει την αποπληρωμή των τοκομεριδίων σε ό,τι αφορά τα CoCos, το πιο πρόσφατο selloff (ξεπούλημα) των αγορών μάλλον θα μοιάζει με μια απλή διόρθωση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ