Οι προσπάθειες δημοσιονομικής προσαρμογής με αύξηση της φορολογίας δεν μειώνουν το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και είναι επομένως «αυτοαναιρούμενες», καταλήγει έκθεση οικονομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Πιο αποτελεσματικές κρίνονται οι πολιτικές μείωσης των δαπανών.

«Όταν η δημοσιονομική προσαρμογή γίνεται μέσω αύξησης της φορολογίας, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ επανέρχεται στα επίπεδα που ήταν πριν από το σοκ μόνο μακροπρόθεσμα, αποτυγχάνοντας έτσι να επιφέρει μία βελτίωση στο λόγο του χρέους , προκαλώντας αυτό που αποκαλούμε αυτοαναιρούμενη δημοσιονομική προσαρμογή» συμπεραίνει η μελέτη των οικονομολόγων Maria Grazia Attinasi και Luca Metelli.

Η προσπάθεια προσαρμογής «είναι πιο πιθανό να επιτύχει όταν βασίζεται στη διαρκή μείωση των δαπανών, ενώ η προσαρμογή που βασίζεται στα έσοδα δεν φαίνεται να επιφέρει μία διαρκή βελτίωση στις προοπτικές βιωσιμότητας μίας χώρας» αναφέρει η έκθεση.

Η μελέτη (working paper) καταλήγει επίσης στο συμπέρασμα ότι οι χώρες που καθυστερούν να λάβουν δημοσιονομικά μέτρα μέχρι να εμφανιστούν πιέσεις στην ικανότητα έκδοσης χρέους κινδυνεύουν να πετύχουν μικρότερη μείωση του χρέους (ως ποσοστό του ΑΕΠ) για την ίδια προσπάθεια προσαρμογής, ακόμη και αν αυτή γίνει από την πλευρά των δαπανών.

Η μελέτη διευκρινίζεται ότι εκφράζει τις απόψεις των συντακτών της και δεν απηχεί αναγκαστικά αυτές της ΕΚΤ. Τονίζει, ωστόσο, ότι τα συμπεράσματα είναι «σημαντικό δίδαγμα για την πολιτική, δεδομένου ότι οι προσαρμογές που βασίζονται στα έσοδα τείνουν να είναι η προτιμώμενη μορφή, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, δεδομένου του πολιτικού κόστους που έχει μια διαρκής μείωση των κρατικών δαπανών».

Η έκθεση αναλύει τα αποτελέσματα της δημοσιονομικής προσαρμογής στη συμπεριφορά του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ για μια ομάδα χωρών της Ευρωζώνης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, κατά την περίοδο 2000-2012.

Το κύριο συμπέρασμα της ανάλυσης είναι ότι, έπειτα από ένα επεισόδιο δημοσιονομικής προσαρμογής, ο λόγος χρέους προς το ΑΕΠ αρχικά αυξάνεται για περίοδο έως τεσσάρων τριμήνων, και στη συνέχεια αρχίζει να μειώνεται. Το μέγεθος και η διάρκεια της αρχικής αύξησης του χρέους εξαρτώνται από τη σύνθεση της προσαρμογής. «Στην περίπτωση των προσαρμογών που βασίζονται στα έσοδα, η αύξηση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ τείνει να είναι μεγαλύτερη και να διαρκεί περισσότερο απ’ ό,τι στις προσαρμογές που στηρίζονται στις δαπάνες» προειδοποιούν οι συντάκτες.