Την Πέμπτη η Fed διατήρησε ουσιαστικά στο μηδέν τα επιτόκια του δολαρίου. Η επικεφαλής της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας Τζάνετ Γέλεν στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε εξήγησε ότι υπάρχουν διεθνείς εξελίξεις που επηρεάζουν την αμερικανική οικονομία, αποθαρρύνουν την ανάκαμψη των τιμών και απειλούν την αναπτυξιακή διαδικασία στη χώρα.
Η επιστροφή λοιπόν σε μια πιο «φυσιολογική» νομισματική πολιτική πήρε άλλη μία αναβολή στις ΗΠΑ. Ωστόσο έχουν ήδη περάσει έξι ολόκληρα χρόνια μηδενικών επιτοκίων. Είναι πρωτοφανώς πολύς ο χρόνος άσκησης αναπτυξιακής πολιτικής από την αμερικανική κεντρική τράπεζα. Και ευλόγως πυροδοτείται μια συζήτηση στις ΗΠΑ, μήπως η υποχώρηση των επιτοκίων στο μηδέν αποτελεί μια παγίδα στην οποία αν πέσει μια οικονομία είναι δύσκολο να βγει. Διότι δεν είναι μόνο η Fed που έχει εγκλωβιστεί στα μηδενικά επιτόκια. Είναι και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Κεντρική Τράπεζα της Ιαπωνίας –η ΕΚΤ μάλιστα είναι έτοιμη να επεκτείνει το πρόγραμμα εκτύπωσης νέου χρήματος.


Ο τρόμος της πεταλούδας

«Ενώ οι αξιωματούχοι της Fed δηλώνουν ότι οι ΗΠΑ είναι έτοιμες να ξεκολλήσουν από το τέλμα των μηδενικών επιτοκίων, ενώ οι εξελίξεις στο επίπεδο των τιμών και της αγοράς εργασίας είναι πολύ πιο ενθαρρυντικές από τις εξελίξεις στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία, διστάζουν να κάνουν το αποφασιστικό βήμα. Και διστάζουν εξαιτίας της θεωρίας του χάους. Επειδή δηλαδή φοβούνται μήπως πετάξει μια νέα πεταλούδα στην άλλη άκρη του πλανήτη, και συγκεκριμένα στην Κίνα, που θα προκαλέσει καταιγίδες στην αμερικανική οικονομία» γράφει ο Χάουαρντ Σνάιντερ στο Reuters.
Είναι αλήθεια ότι η Γέλεν –μαθήτρια και θαυμάστρια του νομπελίστα οικονομολόγου Τζέιμς Τόμπιν που έγινε διάσημος επειδή εν καιρώ άνθησης του οικονομικού φιλελευθερισμού και κυριαρχίας των ιδεών της Σχολής του Σικάγου πρότεινε την επιβολή φορολόγησης των χρηματοοικονομικών συναλλαγών –δεν πάσχει από την πληθωρισμοφοβία των μονεταριστών ομολόγων της στην ΕΚΤ και ασφαλώς των προκατόχων της στη Fed (παρότι πρέπει να αναγνωριστεί πως την πολιτική των μηδενικών επιτοκίων και της ποσοτικής χαλάρωσης εισήγαγε το 2008 αμέσως μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers ο Μπεν Μπερνάνκι).
Είναι επίσης αλήθεια ότι η ηλικίας 69 ετών τραπεζίτισσα είχε πείσει προ διετίας τους συναδέλφους της στη Fed να συμφωνήσουν πως δεν θα σταματήσουν την πολιτική στήριξης της ανάπτυξης αν δεν υποχωρήσει το ποσοστό των ανέργων τουλάχιστον στο 6,5% του εργατικού δυναμικού των ΗΠΑ. Πρόκειται για μια προϋπόθεση που έχει εδώ και μήνες επιτευχθεί, αφού το ποσοστό της ανεργίας στη χώρα βρίσκεται στο 5,1% –και θεωρητικά με ανεργία κάτω από 5% σε μια οικονομία επικρατούν συνθήκες πλήρους απασχόλησης.
Θα αντέτεινε κανείς ότι πάμπολλες από τις νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται στις ΗΠΑ είναι θέσεις μερικής απασχόλησης που δεν δημιουργούν αίσθημα οικονομικής ασφάλειας στους εργαζομένους και δεν τους επιτρέπουν να δανειστούν για να προγραμματίσουν το μέλλον τους, να αυξήσουν δηλαδή την ιδιωτική τους κατανάλωση. Ωστόσο, όσο κεϊνσιανίστρια και να είναι η Γέλεν, είναι βέβαιο ότι δεν είναι η απασχόληση που την εμποδίζει να υιοθετήσει μια πιο σφιχτή πολιτική –όταν μάλιστα οι ειδικοί μελλοντολόγοι της ίδιας της Fed προβλέπουν διατήρηση της ανεργίας σε επίπεδα γύρω στο 4,8% ως το 2018.
Το γεγονός ότι η πτώση της ανεργίας δεν ξυπνά την καταναλωτική βουλιμία των Αμερικανών (λόγω της κακής ποιότητας των θέσεων εργασίας, όπως είπαμε) είναι η αιτία που οι ειδικοί της Fed δεν βλέπουν εκτίναξη του πληθωρισμού πάνω από το 2% ως το 2018 –έστω και με συνθήκες πλήρους απασχόλησης. Η προοπτική αυτή λειτουργεί καθησυχαστικά για τη Γέλεν και τη Fed, αφού η απουσία πληθωριστικών κινδύνων (το 2% ως γνωστόν είναι για τους κεντρικούς τραπεζίτες ο ιδανικός πληθωρισμός και ταυτόχρονα το επίπεδο που χτυπά ο πληθωριστικός συναγερμός) τους επιτρέπει να διατηρούν χαλαρή τη νομισματική πολιτική τους.


Εξωτερικοί παράγοντες

Σε ό,τι αφορά το εσωτερικό των ΗΠΑ, ο καλός συντονισμός της οικονομίας δίνει ευχέρεια χειρισμών στη Γέλεν και στο επιτελείο της. Δηλαδή η απουσία πληθωριστικού κινδύνου, η έξοδος από το τέλμα του αποπληθωρισμού και η σημαντική (βάσει των αριθμών τουλάχιστον) βελτίωση της αγοράς εργασίας θα τους επέτρεπαν κάλλιστα τόσο να αυξήσουν τα επιτόκια του δολαρίου όσο και να τα διατηρήσουν σταθερά. Επέλεξαν το δεύτερο για λόγους καθαρά εξωτερικούς. Και αυτοί είναι οι χαμηλές τιμές πετρελαίου, η ισχυροποίηση του δολαρίου (μια αύξηση των επιτοκίων θα του έδινε ακόμη ώθηση) και ασφαλώς η αβεβαιότητα για την ισχύ και το μέλλον της κινεζικής οικονομίας.
«Η Fed έχει τον τελευταίο καιρό την πεποίθηση πως οι εξελίξεις στο εξωτερικό διαδραματίζουν μεγαλύτερο ρόλο σε ό,τι αφορά τον καθορισμό των μισθών και των τιμών στο εσωτερικό των ΗΠΑ» δήλωσε στο Reuters ο Στίβεν Ριτσιούτο, επικεφαλής οικονομολόγος της Mizuho Securities USA. «Οι συστημικοί κίνδυνοι κάμψης της οικονομικής διαδικασίας στο εξωτερικό αναγκάζουν τη Fed να διατηρεί αμετάβλητη την αναπτυξιακή της πολιτική» προσθέτει ο Ρόμπερτ Τιπ, επικεφαλής του κλάδου επενδύσεων της Prudential Fixed Income στο Νιούαρκ.
Πέρα από τις κινεζικές αβεβαιότητες υπάρχουν άλλωστε και οι ευρωπαϊκές. Και η ΕΚΤ ακολουθεί πολιτική μηδενικών επιτοκίων και ο Μάριο Ντράγκι υιοθετεί επιπλέον μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης και αγοράς ομολόγων, αλλά η ευρωζώνη δεν δείχνει ικανή να βγει από το τέλμα της κρίσης χρέους που ταλανίζει χρόνια τώρα κάποια από τα μέλη της, με αποτέλεσμα η ευρωπαϊκή οικονομία να ασθμαίνει και να αδυνατεί να ανακτήσει ρυθμό ανάπτυξης.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι αφενός ο κίνδυνος μιας περαιτέρω απότομης επιβράδυνσης της αναπτυξιακής διαδικασίας στην Κίνα (άρα και κάμψης της καταναλωτικής ζήτησης) να είναι υπαρκτός και αφετέρου να παγιώνεται η οικονομική μιζέρια στην Ευρώπη (επίσης με αρνητικές συνέπειες στην καταναλωτική ζήτηση, άρα και στις αμερικανικές εξαγωγές).
Εν κατακλείδι, με δεδομένες τις αρνητικές οικονομικές συγκυρίες και προοπτικές στην Κίνα και στην Ευρώπη, με το οικονομικό πρόβλημα στην Ιαπωνία να αποκτά πολιτικές διαστάσεις και να απειλεί με ανατροπή την κυβέρνηση Αμπε, με τα άλλοτε οικονομικώς ελπιδοφόρα BRICS ασθμαίνοντα και επιπλέον με κλιμακούμενο τον εμπορικό Ψυχρό Πόλεμο της Δύσης με τη Ρωσία και με τις γεωπολιτικές αβεβαιότητες στη Μέση Ανατολή επιδεινούμενες με τρόπο απολύτως δραματικό (βλέπε προσφυγική κρίση), οποιαδήποτε άλλη στάση πλην της αναμονής από την Τζάνετ Γέλεν και τη Fed μοιάζει αδιανόητη. Διότι είναι η εισαγόμενη κρίση που τους τρομάζει.

HeliosPlus