Η απροθυμία του διεθνούς τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει υπό τις παρούσες συνθήκες επενδυτικά έργα στην Ελλάδα και η συσσωρευμένη κυβερνητική ρητορική των τελευταίων μηνών για την παραχώρηση των 14 περιφερειακών αερολιμένων, η οποία ανέτρεπε τους όρους του διαγωνισμού, αποτελούν τους βασικότερους λόγους για τους οποίους η κοινοπραξία Fraport –Slentel παραμένει επιφυλακτική κι επιδιώκει μία βήμα προς βήμα προσέγγιση, όπως μεταδίδουν πηγές από την αγορά.

Μάλιστα, όπως αναφέρουν, η δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής (ΚΥΣΟΙΠ) με την οποία εγκρίνεται η υπογραφή από την Διοίκηση του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) της σύμβασης παραχώρησης των περιφερειακών αεροδρομίων αντί να ξεκαθαρίσει, μάλλον μπέρδεψε ακόμη περισσότερο τα πράγματα, καθώς αποτέλεσε πράξη …ευθείας αμφισβήτησης της αυτονομίας του Ταμείου.
Συγκεκριμένα, όπως σχολιάζει κορυφαίος νομικός, το ΤΑΙΠΕΔ έχει από τον ιδρυτικό του νόμο την ελευθερία να συνάπτει συμφωνίες για όλη την ιδιωτική περιουσία του δημοσίου, η οποία έχει μεταβιβαστεί σε αυτό από το κράτος. Έτσι, χαρακτηρίζουν την δημοσίευση της απόφασης του ΚΥΣΟΙΠ στο ΦΕΚ ως «θεσμικό και νομικό πλεονασμό, που δημιούργησε …τρικυμία σε ποτήρι».
Όπως μεταδίδουν πηγές κοντά στην υπόθεση, τα δύο μέρη καλούνται να ξαναπιάσουν το νήμα που κόπηκε τον Δεκέμβριο, όταν προκηρύχθηκαν οι εκλογές, έπειτα από την αδυναμία της Βουλής να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Εκπρόσωπος της γερμανικής εταιρείας ανέφερε την Πέμπτη στο Reuters πως «θεωρείται απίθανη» η ανάληψη της διαχείρισης φέτος.

Σύμφωνα με κορυφαία πηγή της αεροπορικής αγοράς, αυτές οι συζητήσεις θα απαιτήσουν πολύ χρόνο και εξαντλητική προσέγγιση, καθώς εκκρεμούν εκατοντάδες τεχνικά και διαδικαστικά προβλήματα για την συμβασιοποίηση της παραχώρησης, η οποία και αυτή με τη σειρά της είναι θεμελιώδες προαπαιτούμενο προκειμένου στη συνέχεια ο ανάδοχος να αναζητήσει χρηματοδότηση για το επενδυτικό σχέδιο από τις κεφαλαιαγορές. Αλλά και αυτή η διαδικασία θα πάρει πολύ χρόνο καθώς θα χρειαστούν εγκρίσεις από εποπτικά όργανα.
Μάλιστα, όπως αναφέρει, το οικονομικό περιβάλλον έχει καταστήσει την Ελλάδα δύσκολο προορισμό για τα διεθνή κεφάλαια, δεδομένης της κατάστασης.
Πρακτικά, όπως προεξοφλούν, θα χρειαστεί περίπου ένας χρόνος για την ολοκλήρωση των προαπαιτούμενων που θα ανοίξει τον δρόμο για την υπογραφή της συμφωνίας. Στη συνέχεια, θα απαιτηθούν τουλάχιστον οκτώ μήνες από την κοινοπραξία, προκειμένου να επιχειρήσει να εξασφαλίσει την χρηματοδότηση του πρότζεκτ.
Σύμφωνα με συνομιλητές της Έσσης, αποτελεί κυρίαρχη άποψη των ξένων επενδυτών ότι χάνουν τον χρόνο τους με την Ελλάδα, καθώς αμφισβητούν τις αληθινές προθέσεις της κυβέρνησης για την τύχη της παραχώρησης των αεροδρομίων.
Είναι χαρακτηριστικό, όπως σημειώνουν, ότι αντί να αποσταλεί από την διοίκηση του ΤΑΙΠΕΔ πρόσκληση στην κοινοπραξία για να προσέλθει να υπογράψει την συμφωνία (κάτι που εάν δεν έκανε, θα έχανε εγγυητικές επιστολές 30 εκατ. ευρώ), η κυβέρνηση προτίμησε να δημοσιεύσει στο ΦΕΚ μία δημόσια δήλωση τήρησης του αποτελέσματος της διαγωνιστικής διαδικασίας του Νοεμβρίου του 2014.
Παράλληλα, όπως παρατηρούν, η νέα πραγματικότητα ενδεχομένως να συμπαρασύρει και την επαναδιατύπωση βασικών όρων της σύμβασης παραχώρησης, κάτι που ωστόσο είναι άκρως επικίνδυνο καθώς θα ανοίξει τον δρόμο για προσφυγές κατά του κύρους του διαγωνισμού όχι μόνο από τις κοινοπραξίες που κατέθεσαν δεσμευτικές προσφορές, αλλά και από όλα τα σχήματα που είχαν συμμετάσχει στην πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος.
Παράλληλα, όπως τονίζουν κύκλοι της αγοράς, οι όροι χρηματοδότησης του πρότζεκτ καθίστανται δυσμενέστεροι, λόγω της κακής οικονομικής συγκυρίας και των capital controls, τα οποία επιδρούν καταλυτικά στη απομάκρυνση των ξένων επενδυτών.
H Fraport, πάντως, σχολιάζει ότι η «Ελληνική κυβέρνηση επιβεβαίωσε το αποτέλεσμα της διαγωνιστικής διαδικασίας που ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 2014». «Αυτή η απόφαση αποτελεί τη βάση για την τρέχουσα επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων μεταξύ Fraport και ΤΑΙΠΕΔ» αναφέρει η εταιρία. «Δεν σχολιάζουμε το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων ούτε υπάρχει χρονοδιάγραμμα για αυτές τις συζητήσεις» καταλήγει.