Ηταν αποκαλυπτική η συζήτηση που έγινε την Τετάρτη στο Ευρωκοινοβούλιο για την Ελλάδα. Οι ομιλίες του έλληνα πρωθυπουργού, του προέδρου της Κομισιόν, του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αλλά κυρίως οι τοποθετήσεις των επικεφαλής των πολιτικών ομάδων του Ευρωκοινοβουλίου και των άλλων εκλεγμένων αντιπροσώπων των 28 κρατών-μελών της ΕΕ ανέδειξαν γλαφυρά διαφορετικές αντιλήψεις και αποκλίνουσες απόψεις περί του τι είναι και τι θα έπρεπε να είναι η Ευρώπη.
Αν προσπεράσει κανείς τις φωνές θλιβερών ακροδεξιών και σχιζοφρενικών αντιευρωπαϊστών –και είναι σπουδαίο μάθημα δημοκρατίας να βλέπει κανείς την Ευρώπη να πληρώνει κάποιους για να τη βρίζουν –μπορεί εύκολα να διακρίνει τους υποστηρικτές των δύο μεγάλων ρευμάτων ιδεών που κυριαρχούν εδώ και δεκαετίες στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή: τους κεντροδεξιούς Χριστιανοδημοκράτες, Συντηρητικούς και Φιλελεύθερους από τη μία πλευρά και τους κεντροαριστερούς Σοσιαλδημοκράτες, Σοσιαλιστές, Πράσινους, αλλά και την Αριστερά από την άλλη.
Πρόκειται ασφαλώς για ευρωπαϊστές (γι’ αυτό ίσως οι δύο ευρωβουλευτές του ΚΚΕ προτίμησαν μετά τις ευρωεκλογές του Μαΐου 2014 να μην ενταχθούν σε πολιτική ομάδα). Ευρωπαϊστές που εμφορούνται όμως από διαφορετικές πολιτικές ιδέες και πιστεύουν στην ανάγκη εφαρμογής διαφορετικών πολιτικών για την Ευρώπη. Ευλόγως θα παρατηρούσε κανείς ότι οι προσεγγίσεις, για παράδειγμα, των μελών της ευρωομάδας των Σοσιαλιστών με εκείνες της Αριστεράς σε ό,τι αφορά τη ελληνική κρίση αλλά και την Ευρώπη εν γένει, διαφέρουν σημαντικά.
Ομως, κατέστη προφανές ότι η Κεντροαριστερά στο σύνολό της θεωρεί ότι η ΕΕ αποτελεί μια πολιτική ένωση κρατών. Αντίθετα, η Κεντροδεξιά θεωρεί ότι πρόκειται για μια οικονομική ένωση. Αυτή είναι η κεφαλαιώδης διαφωνία στη σημερινή Ευρώπη: πρέπει να προτάσσεται η πολιτική αντί της οικονομίας ή το αντίστροφο;


Πολιτική και οικονομία
Ασφαλώς οι «πατέρες» της ενιαίας μεταπολεμικής Ευρώπης (Σουμάν, Μονέ, Ντε Γκωλ, Αντενάουερ) δημιούργησαν το 1952 την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) όχι για οικονομικούς λόγους, αλλά για να θέσουν την παραγωγή και εμπορία άνθρακα και χάλυβα, δηλαδή των δύο κύριων πρώτων υλών της πολεμικής βιομηχανίας μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπό κοινή διαχείριση των πρώην εμπολέμων κρατών. Για τον ίδιο πολιτικό λόγο την ίδια χρονολογία δημιουργήθηκε και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΥΡΑΤΟΜ).
Πέντε χρόνια αργότερα οι ίδιοι οραματιστές και ειρηνιστές Ευρωπαίοι δημιούργησαν την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ). Εναν υπερεθνικό οργανισμό που θα εγκαθίδρυε μια Κοινή Αγορά, η οποία θα διασφάλιζε ότι θα ήταν κοινά τα οικονομικά συμφέροντα των κρατών και των λαών εκείνων που το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα είχαν εμπλακεί στους φονικότερους πολέμους που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα. Διότι «σύνορα που δεν τα διασχίζουν εμπορεύματα, τα διαβαίνουν στρατεύματα» όπως είχε πει ο πρώτος αμερικανός πρόεδρος Αβραάμ Λίνκολν.


Νεοφιλελεύθερη εκτροπή

Πολιτικοί και όχι οικονομικοί ήταν, λοιπόν, οι λόγοι ενοποίησης της Ευρώπης. Κι αυτό το βεβαίωναν και οι ιδρυτές της και οι μετέπειτα ηγέτες της. Συντηρητικών και δεξιών πολιτικών αντιλήψεων ήταν άλλωστε ο Αντενάουερ και ο Ντε Γκωλ και ο Κολ ασφαλώς, που για να εξασφαλίσει τη συναίνεση της Γαλλίας και των άλλων εταίρων στη γερμανική ενοποίηση το 1990 είχε δεσμευθεί ότι η χώρα του δεν θα επεδίωκε την πολιτική ηγεμονία στην Ευρώπη.
Πού οφείλεται, λοιπόν, η σαφής πρόταξη του οικονομικού επί του πολιτικού από τη σημερινή κεντροδεξιά ηγεσία της Ευρώπης; Πού οφείλεται η οικονομικίστικη τοποθέτηση του προέδρου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος Μάνφρεντ Βέμπερ (αλλά και άλλων μελών του ΕΛΚ) στο ελληνικό πρόβλημα, που εξέφρασε άλλωστε τις θέσεις της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας και των άλλων συντηρητικών κεντροδεξιών κομμάτων έναντι της κρίσης ή ακόμα και του Grexit; Διότι, η ευρωπαϊκή Κεντροδεξιά στο ζήτημα εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη είναι σαφώς διχασμένη μετά τη σύσταση μιας μειοψηφικής μεν αλλά δυναμικής «τάσης» που υποστηρίζει το Grexit.
Η απάντηση έχει να κάνει με την κατίσχυση των αρχών του οικονομικού φιλελευθερισμού ή νεοφιλελευθερισμού (και) στην Ευρώπη σταδιακά την τελευταία 35ετία. Στη σταδιακή ανάδειξη των ιδεών του νομπελίστα οικονομολόγου Μίλτον Φρίντμαν και της Σχολής του Σικάγου σε αδιαμφισβήτητη «οικονομική ορθοδοξία», βάσει της οποίας ένα κράτος θα πρέπει να κυβερνάται σαν μια εμπορική επιχείρηση με βάση τις αρχές της αγοράς.
Η μονεταριστική αντίληψη περί πολιτικής διακυβέρνησης υπαγορεύει στη σημερινή Κεντροδεξιά της Ευρώπης να επιμένει σε μια οικονομικίστικη διαχείριση της ελληνικής κρίσης. Πρόκειται όμως, όπως φάνηκε και στη συζήτηση στην Ευρωβουλή, για μια αντίληψη αποκλίνουσα από τις θεμελιώδεις ευρωπαϊκές αρχές της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης. Μιας αντίληψης που φτάνει να φλερτάρει ακόμα και με τον αντιευρωπαϊσμό. Και πάντως αμφισβητείται όλο και περισσότερο, όλο και πιο έντονα στην Ευρώπη.

HeliosPlus