Άσχετα από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της Κυριακής είναι ζήτημα ωρών να εξαντληθούν τα ταμειακά διαθέσιμα των τραπεζών και η χώρα να ξεμείνει από ρευστότητα. Τι θα κάνει η κυβέρνηση, εάν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τραβήξει την πρίζα;
Εκείνη τη στιγμή και προκειμένου να μην πυροδοτηθεί κοινωνική έκρηξη και χάος αντίστοιχο της Αργεντινής του 2001, τα πιθανότερα βήματα θα είναι δύο.
– Είτε η κυβέρνηση θα ζητήσει μία διασωστικού χαρακτήρα συμφωνία με τους δανειστές υπό δυσμενέστερους όρους σε σχέση με αυτούς που είχαν οριοθετηθεί με την προ τραπεζικής αργίας διαπραγμάτευση και θα βρεθεί ενώπιον μίας σοβαρής πολιτικής ανακολουθίας.
– Είτε θα ξεκινήσει η σταδιακή διάθεση υποσχετικών χρεογράφων, γνωστότερα ώς «I owe you» (IOU), δηλαδή «έχεις λαμβάνειν» αόριστης διάρκειας, τα οποία θα ρευστοποιηθούν, μόλις η χώρα επιστρέψει σε οικονομική ισορροπία, κατ’ εφαρμογήν ενός απόρρητου «plan B» – που θεωρητικά θα μπορούσε να έχει εκπονήσει υπό μυστικές συνθήκες το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους.
Κίνηση, που μπορεί μόνο να προχωρήσει σε συνδυασμό με ακραία μέτρα, όπως η εθνικοποίηση υποδομών, τραπεζών και ασφαλιστικών ταμείων, προκειμένου να δημιουργηθεί «ταμείο» και η διάθεση των φαρμάκων και των τροφίμων, μέσω δελτίων από την κυβέρνηση, προκειμένου να αποφευχθεί η εκτίναξη των τιιμών, ελέω ελλείψεων.
Ένα τέτοιο σχέδιο, το οποίο ευθυγραμμίζεται εν πολλοίς με τις πιο ακραίες εισηγήσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, όπως του κ. Κώστα Λαπαβίτσα, ανοίγει βέβαια διάπλατα τον δρόμο για επιστροφή στην δραχμή.
Φερ’ ειπείν, μία ακραία λύση, προκειμένου να αποφευχθεί η κοινωνική έκρηξη, θα είναι η καταβολή ενός μόνο ποσοστού έως το ύψος του 30% των μισθών και των συντάξεων τοις μετρητοίς για αόριστο χρονικό διάστημα.
Και η παράλληλη πίστωση του υπόλοιπου 70% των μισθών, των συντάξεων και των προμηθευτών μέσω ενός υποσχετικού χρεόγραφου, δηλαδή του IOU, το οποίο θα ρευστοποιηθεί, εάν κι εφόσον αποκατασταθεί κάποτε η συντετριμμένη οικονομία, μέσα από την εισαγωγή της νέας δραχμής. Μάλιστα, οι προμηθευτές κατά πάσα πιθανότητα θα μετακυλίσουν τα IOU στους ιδιωτικούς υπαλλήλους τους.
Σημειωτέον ότι η εισαγωγή νέου νομίσματος θα αποτελέσει χρονοβόρο διαδικασία έως ότου εναρμονιστούν οι τράπεζες, τα πληροφοριακά συστήματα του κράτους και οι δομές της αγοράς με το νέο νόμισμα και ανακτήσει τον νομισματικό έλεγχο η Τράπεζα της Ελλάδος – το 2002 το ευρώ χρειάστηκαν κάποιοι μήνες παράλληλης κυκλοφορίας με την δραχμή.
Στο μεταξύ, όπως συνέβη σε όλες τις χώρες που εξέδωσαν IOU, θα δημιουργηθεί μία δευτερογενής αγορά, στην οποία θα ρευστοποιούνται με σημαντικό «κούρεμα» της αξίας τους, καθώς ουδείς θα τα δέχεται στο 100%, δεδομένου ότι στο βάθος η αγορά θα αναμένει την αποπληρωμή τους με πληθωριστική και υποτιμημένη νέα δραχμή.
Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία δεν θα μπορεί παρά να προχωρήσει δίχως την ανάκτηση του δημοσίου ελέγχου των τραπεζών, οι οποίες θα εθνικοποιηθούν και θα συγχωνευθούν σε μία και μοναδική εταιρική οντότητα. Και αυτό διότι οι άδειες από καταθέσεις, τράπεζες δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά κελύφη, γεμάτα επισφάλειες.
Το ίδιο θα συμβεί και στα ασφαλιστικά ταμεία, οι εναπομείναντες πόροι των οποίων θα συγκεντρωθούν σε έναν κοινό «κουμπαρά», προκειμένου να καλυφθούν οι υποχρεώσεις του κράτους μέχρι την έκδοση του νέου νομίσματος.
Στο ίδιο πλαίσιο δεν θα είναι απίθανη τυχόν εθνικοποίηση όλων των στρατηγικών υποδομών της χώρας, όπως οι αυτοκινητόδρομοι, οι συγκοινωνιακοί κόμβοι, οι μονάδες παραγωγής ενέργειας, τα διυλιστήρια κτλ για τον δημόσιο έλεγχο των μεταφορών και της ενέργειας και την χρήση των αποθεματικών τους.
Παράλληλα, ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης δεν μπορεί να μην προβλέπει δρακόντειες ρυθμίσεις και περιοριστικά μέτρα στην διάθεση φαρμακευτικών και διατροφικών προϊόντων για την αντιμετώπιση των ελλείψεων σε φάρμακα και τρόφιμα μέσα από χορήγηση ατομικών δελτίων.
Και αυτό διότι ο τερματισμός των εισαγωγών, ελλείψει ρευστότητας θα δημιουργήσει τεράστια κενα στην αγορά και θα εκτοξεύσει τις τιμές τους λόγω της μη εξυπηρετούμενης ζήτησης.
Φυσικά, όλες αυτές οι κινήσεις θα συνιστούν παραβίαση των ευρωπαϊκών συνθηκών, θα οδηγήσουν την Ελλάδα σε πλήρη απομόνωση και θα ανοίξουν τεράστιο θέμα στις σχέσεις της Ελλάδας με την ΕΕ, με απώτερο κίνδυνο την αποπομπή της χώρας από την κοινότητα.
Διερωτώμαι εάν η κυβέρνηση έχει επεξεργαστεί ένα τέτοιο «Plan B», όπως θρυλείται εσχάτως στα υπουργεία.
Το να μας το ανακοινώσει πριν το δημοψήφισμα, θα ήταν δημιουργικά σαφές για όλους μας.