«Ο ορισμός της φρενοβλάβειας είναι να συνεχίζει να προσπαθεί κάποιος ξανά και ξανά το ίδιο πράγμα περιμένοντας ένα διαφορετικό αποτέλεσμα». Τη διαπίστωση αυτή του Αλβέρτου Αϊνστάιν θυμήθηκαν οι ευρωπαίοι εταίροι και δανειστές μας και είπαν νισάφι πια, κουραστήκαμε. Ξανά και ξανά διαπραγματευόμαστε με την Ελλάδα. Με τους τελευταίους «περίεργους» ηγέτες της αλλά και με τους προηγούμενους, που ήταν και πολιτικοί μας φίλοι και, υποτίθεται, ομοϊδεάτες, και τι βγήκε; Συμφωνούσαμε σε κάτι και μετά εκείνοι έκλειναν το μάτι στην εκλογική τους πελατεία και αδρανούσαν. Τι να περιμένει κανείς από τους τωρινούς που διαφωνούν και με τη φιλοσοφία ακόμα της προτεινόμενης θεραπείας; –δηλαδή με την εσωτερική υποτίμηση και τη λιτότητα.
Ολοι είχαν κουραστεί αφάνταστα από το σχιζοφρενικό αυτό παιχνίδι, των ατέλειωτων μεταρρυθμιστικών μέτρων και ημίμετρων που ουδέποτε εφάρμοζαν (ή εφάρμοζαν σπασμωδικά και ιδεοληπτικά, βλέπε ΕΡΤ) οι προηγούμενες, ιδεολογικά συγγενείς ελληνικές κυβερνήσεις. Ηλθε η «περίεργη» σημερινή κυβέρνηση, υπεγράφη η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, αλλά γρήγορα φάνηκε ότι και πάλι τίποτε δεν προχωρεί. Ισως επειδή η προκατάληψη πολλών εταίρων απέναντι σε μια αριστερή κυβέρνηση ήταν ούτως ή άλλως ανυπέρβλητη. Ισως επειδή το νέο ελληνικό «μοντέλο» διαπραγμάτευσης ήταν τόσο ρηξικέλευθο και έξω από τις ευρωπαϊκές νόρμες που δεν ήταν δυνατόν να λειτουργήσει συνεκτικά.
«Η ελληνική κρίση έχει καταστρέψει το παλαιό όραμα για το μέλλον της Ευρώπης. Η μόνη δυνατότητα για να προχωρήσει η ΕΕ προς την κατεύθυνση των όσων έχει υποσχεθεί είναι μια ριζοσπαστική λύση: είτε ένα Grexit είτε ένα δαπανηρό κούρεμα χρέους» έγραφε την περασμένη Δευτέρα το «Spiegel» στην ιστοσελίδα του. Το γερμανικό περιοδικό παραδέχεται ότι στην Ευρώπη έχει συντελεστεί μια τεράστια αλλαγή τα τελευταία χρόνια –ασφαλώς όχι μόνο εξαιτίας της ελληνικής κρίσης. Και η αλλαγή αυτή συνίσταται στο ότι «έχουμε γίνει όλοι αντιευρωπαίοι», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει.
Αθετημένες υποσχέσεις

Ο αρθρογράφος του «Spiegel» Ντιρκ Κούρμπγιουβαϊτ παραδέχεται ότι τα τελευταία χρόνια «χάσαμε την Ευρώπη».

Οτι η σημερινή Ευρώπη «δεν είναι αυτή που οραματίστηκαν και υποσχέθηκαν ο Ρομπέρ Σουμάν, ο Κόνραντ Αντενάουερ, ο Χέλμουτ Κολ και ο Φρανσουά Μιτεράν». Ο γερμανός αρθρογράφος εξηγεί γιατί:

– Η Ευρώπη έχει υποσχεθεί ανάπτυξη για όλους. Αντί για αυτή έχουμε αποδυθεί σε έναν ανταγωνισμό για την ευημερία. Πολλοί Γερμανοί δεν θέλουν να θυσιάσουν τίποτε για την Ελλάδα, ενώ οι Ελληνες περιμένουν από τους Γερμανούς να διασφαλίσουν ότι όσα υποχρεώθηκαν να θυσιάσουν δεν τα θυσίασαν εις μάτην.
– Η Ευρώπη έχει υποσχεθεί να σταματήσει τον εθνικιστικό τρόπο σκέψης, ακόμη και να τερματίσει την ύπαρξη κρατών-εθνών κάποτε στο μέλλον. Στην πραγματικότητα η ήπειρος ολόκληρη διολισθαίνει προς τον εθνικισμό.
– Η Ευρώπη υποσχέθηκε τη συμφιλίωση με την Ιστορία της. Αντί γι’ αυτό η Ιστορία έχει μετατραπεί σε όπλο. Η Ελλάδα απαιτεί από τη Γερμανία επανορθώσεις για την καταστροφή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και στις διαδηλώσεις κατά της λιτότητας σε ολόκληρη την Ευρώπη η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ συχνά εικονίζεται με το μουστάκι του Χίτλερ.
– Η Ευρώπη έχει υποσχεθεί πολιτική ισότητα. «Αρχική πρόθεση ήταν η Γαλλία και η Γερμανία να ηγηθούν της ηπείρου λαμβάνοντας όμως υπόψη τις ανησυχίες των μικρότερων κρατών-μελών. Αλλά τα χρόνια της κρίσης η Γερμανία προσπέρασε τους εταίρους της και εξελίχθηκε σε ηγέτιδα ευρωπαϊκή δύναμη» γράφει ο αρθρογράφος του «Spiegel».
Εδώ θα άξιζε να παρατηρήσει κανείς ότι προ 25ετίας ο Μιτεράν είχε δεχθεί το αίτημα του Κολ για γερμανική ενοποίηση υπό τον όρο ότι η ενιαία Γερμανία, που θα μετατρεπόταν από την ισχυρότερη ευρωπαϊκή οικονομία σε πραγματική οικονομική υπερδύναμη, θα άφηνε τους χειρισμούς της πολιτικής ολοκλήρωσης της Ευρώπης στη Γαλλία.

Ο Κολ είχε συναινέσει σ’ αυτό, αλλά ήδη επί Σρέντερ το Βερολίνο άρχισε να εκδηλώνει καθολικές ηγεμονικές τάσεις

–κι ας παριστάνει τώρα η Μέρκελ την απρόθυμη ηγέτιδα της Ευρώπης.

– Ο γερμανός αρθρογράφος σημειώνει επίσης ότι η Ευρώπη υποσχέθηκε ότι θα διαδραματίσει έναν ισχυρό ρόλο στον πλανήτη, αλλά η επιρροή της μειώνεται όλο και περισσότερο. Και τέλος ότι υποσχέθηκε μια «Ευρώπη των λαών».

«Αντ’ αυτής, τη μεγαλύτερη εξουσία έχουν θεσμοί αποξενωμένοι από τους ψηφοφόρους, η ΕΚΤ, το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενώ τα Κοινοβούλια, που έχουν τη μεγαλύτερη δημοκρατική νομιμοποίηση, υποχρεούνται να εγκρίνουν με συνοπτικές διαδικασίες τις αποφάσεις των Βρυξελλών» γράφει χαρακτηριστικά ο Κούρμπγιουβαϊτ.


Ωρα για εναλλακτικές

Ο αρθρογράφος του «Spiegel» θεωρεί ότι εδώ που φτάσαμε, σ’ αυτή την «κουρασμένη» και «απογοητευμένη» Ευρώπη, δύο είναι οι λύσεις που υπάρχουν: η μία είναι η έξοδος της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ και η άλλη είναι ένα γενναίο και δαπανηρό κούρεμα του χρέους της. Και οι δύο λύσεις υπόσχονται ένα τέλος της κρίσης και μια νέα αρχή για την Ευρώπη. Τονίζει, μάλιστα, ότι εκείνοι που αυτοχαρακτηρίζονται φιλοευρωπαίοι προκρίνουν τη δεύτερη εναλλακτική λύση, δηλαδή το κούρεμα του ελληνικού χρέους και τη διατήρηση της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Η αλήθεια είναι ότι μια ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία σε κρίση αποτελούμενη από ηγέτες που αποδεικνύονται κατώτεροι των περιστάσεων καλείται να διαχειριστεί τη μεγαλύτερη κρίση αξιοπιστίας στην ευρωπαϊκή μεταπολεμική Ιστορία. Σε άλλο άρθρο του το «Spiegel» (δημοσιεύθηκε την περασμένη Τρίτη) κοστολογεί τις δύο εναλλακτικές. Η διατήρηση της Ελλάδας στην ευρωζώνη θα κοστίσει στους γερμανούς φορολογουμένους 61,53 δισ. ευρώ. Το Grexit θα τους κοστίσει 84,5 δισ. ευρώ.
Θα πλήρωναν άραγε τα 23 επιπλέον δισεκατομμύρια για να ξεμπερδέψουν μια για πάντα με τους Ελληνες; Πολλοί αναμφίβολα ναι! Θα αναλάμβαναν επιπλέον και το κόστος της αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης, όπως είχε διαβεβαιώσει στις 9 Ιουνίου τον υπογράφοντα ο βουλευτής του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Μπέρνχαρντ Σούλτε-Ντρούγκελτε. Θα αγνοούσαν, άραγε, τον κίνδυνο να ξεκινήσει το ξήλωμα του πουλόβερ της ευρωζώνης και να αρχίσουν να αναρωτιούνται μετά την αποχώρηση της Ελλάδας οι αγορές «ποιος θα είναι ο επόμενος»; Πιθανότατα ναι, αν και αμέσως μετά το Grexit θα υιοθετούσαν τα μέτρα που θα έπρεπε εξαρχής να λάβουν αν δεν επικρατούσαν η προτεσταντική ηθική του Βερολίνου και η γραμμή της «παραδειγματικής τιμωρίας» των παραβατικών Ελλήνων.
Θα αγνοούσαν, άραγε, οι εταίροι –και πρωτίστως η «ηγέτιδα δύναμη» –τις ασφυκτικές πιέσεις της Ουάσιγκτον για διατήρηση αρραγούς της αντιρωσικής συμμαχίας της Δύσης σε μια τόσο κρίσιμη για τη γεωπολιτική σταθερότητα της περιοχής συγκυρία κατά την οποία κυριαρχεί η ουκρανική κρίση; Παρενθετικά αξίζει να σημειωθεί ότι (επίσης!) το «Spiegel» δημοσίευσε την περασμένη Πέμπτη συνέντευξη του πρώην συμβούλου εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ Σμπίγνκιου Μπρεζίνσκι με την οποία ο ηλικίας 87 ετών παλαιός συνεργάτης του προέδρου Τζίμι Κάρτερ ανακοινώνει στους Γερμανούς ότι «βρισκόμαστε ήδη σε Ψυχρό Πόλεμο» με τη Ρωσία και δεν διστάζει να παρομοιάσει τον ρώσο πρόεδρο με τον Χίτλερ (θα ήταν πιο ταιριαστό να τον παρομοιάσει με τον Στάλιν, αλλά προφανώς θέλησε να τον καταλάβουν καλύτερα οι Γερμανοί).
Τι να κάνουμε;

Το ερώτημα που ανακύπτει είναι ποια εναλλακτική θα επιθυμούσαμε εμείς οι Ελληνες, μια και η δική μας τύχη διακυβεύεται την Κυριακή σ’ αυτό το αχρείαστο δημοψήφισμα. Η αίσθηση της σύγχυσης για το ερώτημα του δημοψηφίσματος είναι διάχυτη στην Ελλάδα. Από την ειδησεογραφία και την αρθρογραφία των ξένων εφημερίδων δεν φαίνεται να ισχύει το ίδιο και στο εξωτερικό. Εκεί η ελληνική ψήφος εκλαμβάνεται ως ψήφος συνέχισης ή όχι των διαπραγματεύσεων.
Ως εκ τούτου το δίλημμα της Κυριακής είναι αν πιστεύει κανείς ότι η σημερινή «απρόθυμη» ηγεσία της Ευρώπης έχει επίγνωση ή όχι του τι θα μπορούσε να ακολουθήσει ένα Grexit. Το δίλημμα είναι αν θέλουμε ή όχι να διαπιστώσουμε αν όντως η αλαζονεία της ισχύος θα επιλέξει τον ακρωτηριασμό της Ευρώπης. Φροντίζοντας όμως να χτίσει αμέσως μετά ένα ισχυρό τείχος προστασίας των Ιταλών, των Ισπανών, των Πορτογάλων και των άλλων αδυνάτων με ευρωομόλογα και άλλες εγγυήσεις. Και φροντίζοντας να προωθήσει δυναμικά τη διαδικασία οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης.
Από αυτό το τείχος προστασίας η Ελλάδα θα βρεθεί ανεπαισθήτως έξω. Υπό το πρίσμα αυτό ίσως την καλύτερη αντίδραση την πρότειναν οι δήμαρχοι των δύο μεγάλων πόλεων της Ελλάδας. Να πούμε «όχι στο όχι», όπως πρότεινε ο Αθηναίος Γιώργος Καμίνης. Και να αντιμετωπίσουμε πάση θυσία κάθε διχαστικό πειρασμό, κάθε φανατισμό, όπως πρότεινε ο Θεσσαλονικεύς Γιάννης Μπουτάρης. Τα δημοψηφίσματα είναι εξ ορισμού διλημματικά. Οι παγκόσμιες αξίες της δημοκρατίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης μπορούν να αποτρέψουν τον εκφυλισμό τους σε διχαστικά.
Υπάρχει ασφαλώς και η λύση να δοκιμάσουμε την ευρωπαϊκή συνείδηση και την πολιτική οξυδέρκεια των εταίρων. Εδώ παρεμβαίνει όμως πάλι με τον δικό του, μοναδικό τρόπο ο Αλβέρτος Αϊνστάιν: «Μόνο δύο πράγματα είναι απέραντα: το Σύμπαν και η ανθρώπινη βλακεία. Για το πρώτο όμως δεν είμαι καθόλου σίγουρος».

HeliosPlus