Τη δημιουργία ενός κοινού Ταμείου Ανεργίας στην Ευρωζώνη, μέσω του οποίου θα καθίσταται δυνατό να εξισορροπηθούν οι δημοσιονομικές επιπτώσεις από την εφαρμογή από την Ευρωτράπεζα μιας ενιαίας νομισματικής πολιτικής –δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά… –σε πολύ διαφορετικές οικονομίες, προτείνει μεταξύ άλλων η κυβέρνηση της Λισαβόνας. Η πρόταση περιλαμβάνεται σε έγγραφο εργασίας με δέσμη μέτρων «για τον στενότερο συντονισμό της Ευρωζώνης και την αποτροπή νέων κρίσεων», που απέστειλε η Πορτογαλία στις Βρυξέλλες, ενόψει της συνόδου κορυφής του Ιουνίου.
Με τη δέσμη προτάσεων, η οποία τιτλοφορείται «Το κομμάτι του παζλ που λείπει από την ΟΝΕ: ο συντονισμός της οικονομικής πολιτικής» και αποκάλυψε το πρακτορείο Reuters, η κυβέρνηση Κοέλιο ανταποκρίνεται σε πρόσκληση που απηύθυνε προς τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ. Και άλλες προτάσεις πρόκειται να κατατεθούν ή έχουν ήδη κατατεθεί από τους εταίρους, οι οποίες θα συζητηθούν ενόψει της συνόδου του Ιουνίου κατά την οποία οι «τέσσερις πρόεδροι» της Ευρώπης (ο Γιουνκέρ και οι επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ και της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι) «αναμένεται να δώσουν το περίγραμμα των σχεδίων για την ενίσχυση της ζώνης του ευρώ τα επόμενα χρόνια», όπως γράφει το Reuters.
Προτάσεις με «ειδικό βάρος»
Πέρα από τη σημασία των προτάσεων που περιλαμβάνει το πορτογαλικό έγγραφο εργασίας, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι θεωρούν ότι το κείμενο έχει ένα «ξεχωριστό ειδικό βάρος», όπως σημειώνει το βρετανικό πρακτορείο. Κι αυτό όχι μόνο επειδή η Πορτογαλία περιλαμβάνεται στα κράτη της Ευρωζώνης που υποχρεώθηκαν να εφαρμόσουν πολιτικές δημοσιονομικής προσαρμογής υπαγόμενα από τους πιστωτές τους σε Μνημόνιο, αλλά και επειδή «η Λισαβόνα είναι από τους πιο σκληρούς επικριτές των προσπαθειών της νέας κυβέρνησης της Ελλάδας για να χαλαρώσουν οι όροι του δικού της προγράμματος στήριξης».
Η Πορτογαλία εισέρχεται σε προεκλογική περίοδο –οι επόμενες γενικές εκλογές θα διενεργηθούν στη χώρα το διάστημα από την Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου έως την Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015 –και ως εκ τούτου είναι επόμενο η κεντροδεξιά κυβέρνηση συνεργασίας να αντιμετωπίζει ενδεχόμενη παραδοχή από τους εταίρους και δανειστές οποιουδήποτε λάθους στη συνταγή εξόδου από την κρίση, που εφάρμοσαν οι υπερχρεωμένες χώρες, ως μείζον επιχείρημα για τους Πορτογάλους ψηφοφόρους να ψηφίσουν τους Σοσιαλιστές και άλλα κόμματα της σημερινής αντιπολίτευσης. Στο σημερινό κυβερνητικό σχήμα, που επιδιώκει την επανεκλογή του το φθινόπωρο, συνεργάζονται το συντηρητικό φιλελεύθερο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (μόνο κατ’ όνομα είναι σοσιαλδημοκρατικό) και το επίσης συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα.
Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση της Λισαβόνας έχει επιδείξει σημαντικές επιτυχίες σε ό,τι αφορά την προσπάθειά της να ξεπεράσει την κρίση. Παρότι ο κυβερνητικός συνασπισμός δεν κατάφερε να εφαρμόσει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που θα καθιστούσαν πιο εξωστρεφή και ανταγωνιστική την πορτογαλική οικονομία (δεν τόλμησε να ανοίξει τα επαγγέλματα για παράδειγμα), κατάφερε να ξαναβγάλει τη χώρα στις αγορές (έφθασε να δανείζεται με επιτόκιο κάτω του 1%), ενώ προανήγγειλε και την έκδοση 10ετούς ομολόγου για την πρόωρη αποπληρωμή των δανείων που έλαβε από το ΔΝΤ.
Παράδειγμα προς μίμηση
Ήδη από τα μέσα του 2014 η Πορτογαλία προέβαλλε ως το παράδειγμα προς μίμηση σε ό,τι αφορά την έξοδο από το πρόγραμμα διάσωσης των 78 δισ. ευρώ και ως πρότυπο επιτυχούς εφαρμογής του Μνημονίου που υπέγραψε. Ήταν η δεύτερη χώρα, μετά την Ιρλανδία, που επέστρεφε στις αγορές, αλλά ήταν η πρώτη από τον τόσο δυσφημισμένο ευρωπαϊκό Νότο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις 16 Μαΐου 2014 οι ανταποκριτές του Reuters στη Λισαβόνα εκθείαζαν το πορτογαλικό «success story» που βασίστηκε βεβαίως «σε ένα πρόγραμμα εσωτερικής υποτίμησης με μεγάλη αύξηση της φορολόγησης, της ανεργίας και της φτώχειας».
Ένα εξάμηνο αργότερα, ωστόσο, συγκεκριμένα στις 4 Δεκεμβρίου 2014, ο Πίτερ Γουάιζ έγραφε στους «Financial Times» ότι «οι επιβραδυνόμενοι ρυθμοί ανάκαμψης της Πορτογαλίας εγείρουν φόβους αναφορικά με τη δυνατότητα της χώρας να εξυπηρετήσει τα χρέη της». Ο βρετανός αναλυτής αναφέρεται βεβαίως στον κίνδυνο οι εκλογές του 2015 να αναγκάσουν την κυβέρνηση Κοέλιο να λάβει «περισσότερα αναπτυξιακά μέτρα, δεδομένου ότι από το τρίτο τρίμηνο του 2014 ανακόπηκε η πορεία μείωσης της ανεργίας και ταυτόχρονα το ΔΝΤ αμφισβητεί την μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 2,7% το 2015 και προβλέπει έλλειμμα 3,3% του ΑΕΠ».
Πέραν των δημοσιονομικών αποκλίσεων, από τον περασμένο Ιούλιο έως τον Ιανουάριο του 2015 η ανεργία έχει πάρει πάλι την ανιούσα στη χώρα. Από το 13,1% που είχε υποχωρήσει τον περασμένο Ιούλιο, ανέκαμψε στο 13,5% (τον Ιανουάριο του 2013 ήταν 17,5%). Το αντιπολιτευόμενο Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο από τον Αύγουστο του 2013 προηγείται σταθερά στις δημοσκοπήσεις στην Πορτογαλία, τάσσεται κατά των πολιτικών λιτότητας.
Τι ζητεί από τους εταίρους η κυβέρνηση Κοέλιο
Με την προτεινόμενη σύσταση Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανεργίας η κυβέρνηση του Πέντρο Πάσος Κοέλιο επαναφέρει ουσιαστικά παλαιότερη πρόταση άλλων κρατών-μελών περί δημιουργίας κοινού προϋπολογισμού για την καταπολέμηση της ανεργίας. Σύμφωνα με την πρόταση εκείνη, όταν μια χώρα βρίσκεται σε οικονομική ύφεση θα αντλεί κεφάλαια, ενώ όταν αναπτύσσεται θα συνεισφέρει στον κοινό προϋπολογισμό.
Όπως γράφει το Reuters, «η κυβέρνηση της Πορτογαλίας, μιας χώρας η οποία, όπως και η Ελλάδα, είναι γεωγραφικά απομακρυσμένη από τον
πυρήνα της ΟΝΕ, θέλει επίσης να μεταβληθούν οι δημοσιονομικοί κανόνες ώστε τα κράτη να μπορούν να ωφελούνται από δημόσιες επενδύσεις που δημιουργούν οφέλη και για άλλα κράτη». Έτσι, η Λισαβόνα προτείνει, για παράδειγμα, την επέκταση διασυνοριακών δικτύων ηλεκτροδότησης.
Ταυτόχρονα η κυβέρνηση Κοέλιο προτείνει οι προσπάθειες δημοσιονομικής προσαρμογής να μην αξιολογούνται ξεχωριστά με βάση την πρόοδο που επιτελείται στο κάθε κράτος, αλλά βάσει ενός ευρωπαϊκού δημοσιονομικού μέσου όρου. «Οι κανόνες που ισχύουν σήμερα στην Ευρωζώνη υποχρεώνουν τις κυβερνήσεις να πετυχαίνουν στόχους για τα ελλείμματα του δημοσίου τομέα και καλούνται να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις που αφορούν τη δομή της κάθε οικονομίας χωριστά», σημειώνεται στο έγγραφο εργασίας. Όμως, «τα κράτη-μέλη πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η διασυνοριακή συνεργασία
δημιουργεί τη θετική διασπορά των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μιας κυβέρνησης, καθώς απ’ αυτές επωφελούνται πολίτες και εκτός των συνόρων του συγκεκριμένου κράτους».
Όπως εξηγείται, «οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που επεκτείνονται διασυνοριακά ή προκύπτουν από διασυνοριακές συνεργασίες προάγουν τη σύγκλιση των εφαρμοζομένων πολιτικών και δημιουργούν κίνητρα για δημοσιονομική εναρμόνιση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο». Προτείνεται, τέλος, η προώθηση και ενδυνάμωση της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς ψηφιακών αγαθών και υπηρεσιών.