Αύξηση κατά 754 εκατ. ευρώ στο ΑΕΠ και κατά 623 εκατ. ευρώ της προστιθέμενης αξίας στην ελληνική οικονομία θα μπορούσε να επιφέρει η μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στο φυσικό αέριο.

Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) που αναλύει τη θετική επίδραση που θα έχει στην ελληνική οικονομία η μείωση του ΕΦΚ στο φυσικό αέριο, το οποίο χρησιμοποιείται στη βιομηχανία και στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Μάλιστα, όπως εκτιμά η ίδια μελέτη, η μείωση του ΕΦΚ μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία 12.500 νέων θέσεων εργασίας.
Ο ΕΦΚ στο φυσικό αέριο εφαρμόστηκε στην Ελλάδα την 1η Σεπτεμβρίου 2011. Ο συντελεστής του καθορίστηκε σε 1,5 ευρώ ανά GJ Μικτής Θερμογόνου Δύναμης (5,4 ευρώ / MWh) για όλες τις χρήσεις. Το επίπεδο του συντελεστή είναι δεκαπλάσιο από το ελάχιστο που ορίζει η Οδηγία 2003/96/ΕΚ για τη θερμική επιχειρηματική χρήση και πενταπλάσιο έναντι του ελάχιστου συντελεστή για τη μη επιχειρηματική χρήση.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η μείωση του συντελεστή μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των εσόδων από τον ΕΦΚ, ωστόσο, τα συνολικά καθαρά έσοδα από φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης θα έχουν τελικά θετικό πρόσημο, λόγω της ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας.
Η Ελλάδα -μετά το συνυπολογισμό των απαλλαγών, μειώσεων και επιστροφών φόρου που ισχύουν σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ- έχει έναν από τους υψηλότερους συντελεστές ΕΦΚ στο φυσικό αέριο για επιχειρηματική θερμική χρήση στην Ευρωπαϊκή Ένωση των «28». Ο ΕΦΚ αποτελεί περίπου το 12% της τιμής που πληρώνουν οι ελληνικές επιχειρήσεις με μεγάλη κατανάλωση φυσικού αερίου.
Σύμφωνα με τους μελετητές, οι τιμές φυσικού αερίου στη χώρα μας είναι κατά 33% υψηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ, κατά 42% υψηλότερες από τη Βουλγαρία και κατά 72% από την Τουρκία. Δεν είναι τυχαίο ότι, αν και η διείσδυση φυσικού αερίου στη βιομηχανία έχει ενισχυθεί, ακόμη απέχει σημαντικά από το μέσο όρο της ΕΕ.
Επιπλέον, το κόστος εισαγωγής φυσικού αερίου στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα στην ΕΕ και μαζί με τον ΕΦΚ συμπαρασύρει τις τελικές τιμές προμήθειας από τις επιχειρήσεις στη χώρα μας σε υψηλό επίπεδο, σε όλες τις κατηγορίες κατανάλωσης.
Όπως σημειώνεται στη μελέτη, η βιομηχανία (ενεργειακή και μη ενεργειακή χρήση) είναι ο δεύτερος σημαντικότερος καταναλωτής φυσικού αερίου στην Ελλάδα μετά την ηλεκτροπαραγωγή. Η πλειονότητα των εσόδων από τον ΕΦΚ προέρχεται από τον τομέα ηλεκτροπαραγωγής, με τη βιομηχανία να ακολουθεί. Εκτιμάται ότι το 2014 τα έσοδα από τον ΕΦΚ στην ηλεκτροπαραγωγή ήταν μειωμένα κατά περίπου 40% λόγω ανάλογης μείωσης της παραγωγής των μονάδων φυσικού αερίου. Συνολικά, τα έσοδα από τον ΕΦΚ στο φυσικό αέριο για το 2014 εκτιμάται ότι ήταν μειωμένα κατά περίπου 25% έναντι του προηγούμενου έτους.
Με δεδομένες τις συνθήκες και τους περιορισμούς στη διαμόρφωση των τιμών του φυσικού αερίου, όπως επισημαίνεται στη μελέτη, «μια άμεση λύση για τον περιορισμό του ενεργειακού κόστους για τις ελληνικές επιχειρήσεις θα ήταν η προσαρμογή του ΕΦΚ στα ελάχιστα δυνατά επίπεδα που προβλέπονται από την κοινοτική νομοθεσία», δηλαδή από 1,5 σε 0,15 ευρώ/GJ GCV.
Η μείωση του ΕΦΚ στο φυσικό αέριο, σύμφωνα με τους ειδικούς του ΙΟΒΕ, «θα βελτίωνε τις δυνατότητες τιμολόγησης των ελληνικών επιχειρήσεων και θα βοηθούσε στη διατήρηση του παραγωγικού τους δυναμικού μέχρι να ενισχυθεί η εγχώρια ζήτηση».
Μάλιστα, όπως εκτιμούν οι επιστήμονες του ΙΟΒΕ, η μείωση του ΕΦΚ στο φυσικό αέριο (και η κατάργησή του στην ηλεκτροπαραγωγή) οδηγεί σε μείωση των τιμών ενέργειας κατά 1,9% και σωρευτική μείωση στις τιμές των βιομηχανικών προϊόντων κατά 2,2%. Αυτή η μείωση θα έχει θετική επίδραση στην ανταγωνιστική θέση κλάδων και επιχειρήσεων, ιδιαίτερα εκείνων για τους οποίους η ενέργεια συνιστά σημαντικό στοιχείο του κόστους παραγωγής.