Η δημοκρατική νομιμοποίηση πρέπει να καταστεί ο «υπ’ αριθμόν 1 στόχος» της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) στην εποχή μετά την οικονομική κρίση, δηλώνει μιλώντας στο «Βήμα» η Ντανιέλα Σβάρτσερ. Επικεφαλής σήμερα του «Προγράμματος για την Ευρώπη» στο German Marshall Fund, η κυρία Σβάρτσερ σημειώνει ότι χρειάζεται δημοσιονομική ένωση στην ευρωζώνη για να υπάρχει καλύτερος συντονισμός των οικονομιών των κρατών-μελών. Οσο για τον αντιευρωπαϊκό λαϊκισμό που αναπτύσσεται στην Ευρώπη, η γερμανίδα αναλύτρια εκτιμά ότι δεν πρέπει να τους αφεθεί χώρος δράσης και είναι ανάγκη να υπάρξει σύνδεση πολιτών και πολιτικής σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Σήμερα στην Ευρώπη φαίνεται να κυριαρχεί στασιμότητα, ύστερα από τέσσερα χρόνια γεμάτα από θεσμικές αλλαγές. Κανένα όραμα δεν έχει φανεί. Σας ανησυχεί αυτή η εξέλιξη;
«Η ΕΕ σήμερα είναι πολύ διαφορετική από το 2007, όταν η χρηματοπιστωτική κρίση διαχύθηκε στην Ευρώπη. Πολλές σημαντικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις ανελήφθησαν. Οικοδομήθηκε η τραπεζική ένωση. Δημιουργήθηκε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM). Οι εθνικές οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές είναι πλέον πολύ πιο συντονισμένες. Ωστόσο οι μεταρρυθμίσεις στην ευρωζώνη δεν έχουν ολοκληρωθεί. Πρέπει να επιδιωχθεί η δημοσιονομική ένωση, καθώς η ευρωζώνη χρειάζεται εργαλεία, όπως οι αυτόματοι σταθεροποιητές, που μπορούν να βοηθήσουν στον περιορισμό κυκλικών αποκλίσεων. Απαιτείται επίσης δημιουργία μηχανισμού αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους στην ευρωζώνη. Η οικονομική της διακυβέρνηση έχει ανάγκη από ισχυρότερη δημοκρατική νομιμοποίηση. Δυστυχώς, οι κυβερνήσεις σταμάτησαν τις μεταρρυθμίσεις μόλις η πίεση των αγορών έσβησε μετά την ανακοίνωση του Μάριο Ντράγκι το καλοκαίρι του 2012 πως «θα κάνει ό,τι χρειαστεί» για να σταματήσει την κρίση στην ευρωζώνη. Περίπου δυόμισι χρόνια αργότερα η ευρωζώνη εξακολουθεί να χρειάζεται νέα εργαλεία και δημοκρατικά νομιμοποιημένους θεσμούς, αλλά το πολιτικό περιβάλλον είναι τέτοιο που η ανάγκη ομοφωνίας και η πιθανότητα αλλαγής της Συνθήκης της ΕΕ καθιστούν δύσκολη αυτή την προοπτική».
Οι πρόσφατες εξελίξεις με τους προϋπολογισμούς της Ιταλίας και της Γαλλίας έδειξαν για άλλη μία φορά τα «δύο μέτρα και δύο σταθμά» υπό τα οποία λειτουργεί η ευρωζώνη. Πλήττει ό,τι έγινε τους μηχανισμούς δημοσιονομικής πειθαρχίας;
«Κατ’ αρχήν είναι χρήσιμο να υπάρχει ένας βαθμός διακριτικής ευχέρειας στον συντονισμό των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών. Η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να είναι αμιγώς τεχνοκρατική, καθώς παρεμβαίνουν πολλοί παράγοντες –συμπεριλαμβανομένων και πολιτικών παραγόντων. Θα ήταν αυταπάτη να πιστεύουμε ότι όλα τα πιθανά σενάρια μπορούν να προβλεφθούν όταν σχεδιάζονται οι κανόνες. Για την ίδια την ΕΕ βέβαια, δεν είναι καλό να δημιουργείται η εντύπωση ότι τα συμφέροντα των μεγάλων κρατών-μελών λαμβάνονται υπόψη, ενώ τα μικρότερα πρέπει να παίζουν βάσει κανόνων. Δύο μαθήματα πρέπει να αντλήσουμε από αυτό. Πρώτον, χρειάζεται μια διαφορετική οργάνωση της διακυβέρνησης ώστε να υπάρχει αποτελεσματικός συντονισμός δημοσιονομικών πολιτικών. Το δεύτερο μάθημα αφορά τις μεγάλες και τις μικρές χώρες. Οι τελευταίες συχνά αισθάνονται περιθωριοποιημένες. Αν θέλουν να ακούγεται η φωνή τους, οι μικρές και μικρομεσαίες χώρες πρέπει να αξιοποιήσουν σωστά τους υπερεθνικούς θεσμούς της ΕΕ. Παραδοσιακά είναι εγγυητές ότι θα ακουστεί η φωνή τους».

Εχετε αναφερθεί εκτενώς στην ανάγκη το Βερολίνο να τονώσει την εσωτερική ζήτηση και να αυξήσει τις δαπάνες για επενδύσεις ώστε να βοηθήσει στην ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ωστόσο φαίνεται ότι η Γερμανία έχει, διακριτικά, παραχωρήσει αυτό το έργο στην ΕΚΤ…
«Η Γερμανία πρέπει να προχωρήσει σε περισσότερες δημόσιες επενδύσεις που θα φέρει μαζί της και ιδιωτικές επενδύσεις. Χρειαζόμαστε επίσης διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις –έχουν περάσει περίπου 10 χρόνια από την περίφημη «Ατζέντα 2010″ που συνεισέφερε στη γερμανική ανταγωνιστικότητα, μαζί με τις μετριοπαθείς αυξήσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα. Φυσικά η Γερμανία έχει επίσης ανάγκη την ανάκαμψη στην ευρωζώνη, καθώς εξαρτάται πολύ από τις εξαγωγές, αλλά επίσης την πολιτική σταθερότητα των ευρωπαίων εταίρων της. Αν και η Γερμανία είναι ανοικτή να αναζητήσει τρόπους, μέσω των οποίων θα μπορούσαν να υποστηριχθούν οικονομικά τα κράτη που είναι πρόθυμα να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις κατά τη διαδικασία προσαρμογής τους, οι προοπτικές να μεταβληθεί θεμελιωδώς η δημοσιονομική πολιτική της Γερμανίας είναι μικρές. Η απροθυμία της Γερμανίας να δημιουργήσει ελλείμματα συνδέεται εν μέρει με το δημογραφικό της πρόβλημα. Υπάρχει επίσης πολύ ισχυρή κυριαρχία της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας στη Γερμανία που ισχυρίζεται ότι το κράτος πρέπει να ορίζει το πλαίσιο για να λειτουργεί ο ιδιωτικός τομέας».

Είστε ικανοποιημένη από το πακέτο στρατηγικών επενδύσεων που ανακοίνωσε ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ;
«Η επενδυτική πρωτοβουλία Γιούνκερ έχει λογική, ειδικά αν αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής ατζέντας. Είναι πολύ σημαντικό να εφαρμοστεί γρήγορα και να μη σταματήσουν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ενώ τονώνονται οι επενδύσεις. Αλλο ένα συστατικό στοιχείο, που έχει συζητηθεί λιγότερο αλλά είναι σημαντικό, αφορά την ανακοινωθείσα ένωση των αγορών κεφαλαίου που ελπίζεται ότι θα οδηγήσει σε καλύτερες χρηματοδοτικές συνθήκες για τις επιχειρήσεις. Τα προβλήματα των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην πρόσβαση σε πιστώσεις αποτελούν έναν από τους λόγους που η ανάπτυξη «δεν παίρνει τα πάνω της» σε ορισμένες χώρες της ευρωζώνης».
Ο δεξιός λαϊκισμός και ο αντιευρωπαϊσμός κερδίζουν έδαφος στην Ευρώπη. Πώς βλέπετε να εξελίσσεται αυτή η τάση;
«Ο δεξιός λαϊκισμός πράγματι κερδίζει έδαφος σε πολλές χώρες της ΕΕ. Αυτό εξαρτάται πολύ από το αν τα μετριοπαθή κόμματα παίρνουν εγκαίρως σοβαρά τέτοιους ανταγωνιστές και αναπτύσσουν σθεναρή εναλλακτική άποψη και όραμα για το μέλλον. Αν μετριοπαθείς πολιτικοί προσφέρουν με τη ρητορική τους χώρο σε λαϊκιστικά κινήματα, αυτά τα κόμματα θα τον καλύψουν. Και η επαναπροσέλκυση ψηφοφόρων από ένα κόμμα που λειτουργεί ως κακό αντίγραφο των λαϊκιστών, όταν οι ψηφοφόροι έχουν μπροστά τους τους αυθεντικούς λαϊκιστές, είναι πολύ δύσκολη. Σήμερα είναι φυσιολογικό ακόμη και για τους φιλοευρωπαίους να είναι κριτικοί έναντι της ΕΕ. Η ΕΕ πρέπει να αλλάξει διότι αμφισβητείται η νομιμοποίησή της. Οι πολίτες πρέπει να βιώσουν πάλι την εμπειρία ότι οι ψήφοι τους μετρούν για την πολιτική που εφαρμόζουν οι εκλεγμένοι ηγέτες τους. Αυτό απαιτεί θεσμικές μεταρρυθμίσεις αλλά και κόμματα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο που θα αποκαταστήσουν τον δεσμό μεταξύ πολιτών και πολιτικού συστήματος. Σήμερα η ολοκλήρωση της ευρωζώνης είναι στενότατη. Ο επόμενος στόχος οφείλει να είναι η ανάπτυξη δομών διακυβέρνησης που θα είναι δημοκρατικές στους τομείς όπου οι αποφάσεις απαιτείται να λαμβάνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ