Αποτελεί παγκόσμια τάση που καλύπτει την ανάγκη των τουριστών να ελέγξουν το κόστος των διακοπών τους. Πρόσφατα βρέθηκε στο επίκεντρο των συζητήσεων με αφορμή τις προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, με τον πρόεδρό του κ. Αλέξη Τσίπρα να τονίζει ότι «δεν συμφωνούμε με την εδραίωση του μοντέλου των ξενοδοχείων all inclusive που σε μεγάλο βαθμό αποκόπτουν τον τουρισμό από την τοπική οικονομία».
Η δυνατότητα δημιουργίας πακέτων διακοπών τα οποία περιλαμβάνουν υπηρεσίες που καταναλώνει ένας τουρίστας, όπως μετακίνηση, διαμονή και εστίαση, έχει ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια. Μετά το 2008 η οικονομική κρίση ανάγκασε τους ταξιδιώτες σε πιο «σφιχτούς» προϋπολογισμούς αυξάνοντας τη ζήτηση των all inclusive πακέτων.
Αντίστοιχα αυξήθηκε σημαντικά και η προσφορά ξενοδοχείων που λειτουργούν με το συγκεκριμένο μοντέλο σε παραδοσιακούς παραθεριστικούς προορισμούς όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα.

«Το all inclusive προϊόν αποτελεί έναν τρόπο παροχής υπηρεσιών τον οποίο μπορεί να προσφέρει οποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα. Μπορούν να συνυπάρξουν στην ίδια μονάδα και άλλα είδη υπηρεσιών, όπως διαμονή με πρωινό, ημιδιατροφή, πλήρης διατροφή. Ως προϊόν απευθύνεται σε συγκεκριμένα κοινά τα οποία επιθυμούν να γνωρίζουν εκ των προτέρων το συνολικό κόστος των διακοπών τους. Στη χώρα μας αποτελεί μικρό ποσοστό του συνολικού προσφερόμενου προϊόντος, περί το 11% του συνόλου των διανυκτερεύσεων» δηλώνει
ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) κ. Ανδρέας Ανδρεάδης.
Τοπικά προϊόντα και υπηρεσίες


Και προσθέτει: «Αντί να το εξορκίσουμε λοιπόν στέλνοντας στον ανταγωνισμό δύο δισ. ευρώ, πρέπει να το εξελίξουμε εντάσσοντας τοπικά προϊόντα και υπηρεσίες, δημιουργώντας έτσι ένα ελληνικό all inclusive το οποίο δύσκολαθα μπορούσαν να ανταγωνισθούν άλλες χώρες».
Το all inclusive, «σε αντίθεση με την κρατούσα άποψη, είναι ένα τουριστικό προϊόν που δημιουργήθηκε από απαίτηση των πελατών και όχι με πρωτοβουλία των ξενοδόχων, με σκοπό την αντιμετώπιση της κερδοσκοπίας στους διάφορους τουριστικούς προορισμούς» σημειώνει ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ) κ. Γιώργος Τσακίρης. «Παρά την υιοθέτησή του από πολλές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, είναι δεδομένο ότι δεν αποτελεί επιχειρηματική επιλογή αλλά εξ ανάγκης προσαρμογή τους για τη διεκδίκηση μεριδίου τους στη συγκεκριμένη πελατειακή ομάδα. Η οικονομική κρίση στην Ευρώπη, από όπου προέρχεται το 80% των πελατών μας, έχει σπρώξει τους καταναλωτές σε αυτό το μοντέλο διακοπών. Προφανώς οι τοπικές κοινωνίες και οικονομίες δεν είναι ευχαριστημένες από αυτό το τουριστικό προϊόν, αλλά πρέπει να γίνει κατανοητό ότι είναι μια συγκεκριμένη αγορά η οποία κινείται ερήμην των επιθυμιών μας και στην οποία όλοι οι τουριστικοί προορισμοί διεκδικούν το υψηλότερο δυνατό μερίδιο. Κάθε σκέψη για διοικητικό περιορισμό της διάθεσης του προϊόντος all inclusive θα οδηγήσει ουσιαστικά σε παρέμβαση στον ελεύθερο διεθνή τουριστικό ανταγωνισμό, με συνέπεια τη μείωση της τουριστικής ελκυστικότητάς μας και των εσόδων μας» αναφέρει και συμπληρώνει ως χαρακτηριστικό του τρόπου λειτουργίας των διεθνών τουριστικών τάσεων ότι «το all inclusive πρωτοεμφανίστηκε στην Κούβα».
Ανταγωνιστικότητα


«Οταν έχεις επιλέξει να είσαι ανταγωνιστικός για λόγους και αναπτυξιακούς, δεν μπορείς να παραλείψεις το all inclusive» υποστηρίζει ο καθηγητής Τουριστικής Ανάπτυξης κ. Πάρις Τσάρτας. «Δεν μπορείς να το καταργήσεις». Είναι προτιμότερη «η βελτίωση του υπαρκτού μοντέλου» τονίζει. Οπως εξηγεί, το all inclusive «αποτελεί πλέον ένα μαζικό προϊόν που εξυπηρετεί σοβαρά τμήματα πελατείας σε χώρες που λειτουργούν με μαζικά οργανωμένα πακέτα».
Η τάση αυτή επικρατεί για πάνω από δέκα χρόνια. Το all inclusive «έχει ζήτηση και δεν μπορείς να το ακυρώσεις ως χώρα, στο πλαίσιο ενός εντεινόμενου ανταγωνισμού. Οφείλεις να το έχεις. Ζητείται από τους πελάτες και τους tour operators. Είναι λάθος να πούμε ότι δεν δίνουμε all inclusive».
Ο ίδιος κατηγοριοποιεί το προϊόν σε τρεις ποιοτικές διαβαθμίσεις. Οι τρεις τύποι αναλύονται σε χαμηλές τιμές, με ανάλογα προσφερόμενα προϊόντα, σε μεσαίες τιμές με ικανοποιητικό προϊόν και σε αρκετά υψηλές τιμές με υψηλής ποιότητας υπηρεσίες. «Ο μεσαίος τύπος κυριαρχεί στην αγορά και αφορά μεσοαστικά βαλάντια καθώς οι τιμές του δεν είναι τόσο φθηνές» σχολιάζει ο κ. Τσάρτας.
Αναφερόμενος δε στο επιχείρημα ότι τα all inclusive ξενοδοχεία έχουν «μαντρωμένους πελάτες», υποστηρίζει ότι «δεν φαίνεται να ισχύει αυτό. Οι πελάτες σε κάποιο ποσοστό κυκλοφορούν». Από την άλλη, είναι και θέμα «επιλογής των πελατών. Υπάρχουν πελάτες που θέλουν το φθηνό» καταλήγει.


Μελέτη SETE Intelligence
«Πακέτο» με ετήσια έσοδα 2 δισ. ευρώ
Σύμφωνα με τη μελέτη του SETE Intelligence «Τα ξενοδοχεία all inclusive στον ελληνικό τουρισμό», τα έσοδα που παράγονται από τα all inclusive ξενοδοχεία στη χώρα ανέρχονται στα δύο δισ. ευρώ. Με βάση τα στοιχεία, το καλοκαίρι του 2014 λειτουργούσαν με σύστημαall inclusive περίπου 210 μονάδες τεσσάρων και πέντε αστέρων, με 54.705 δωμάτια.Tα ξενοδοχεία αυτά αντιπροσωπεύουν σε ποσοστό το 2,2% του συνόλου των ξενοδοχειακών μονάδων της χώρας και το 13,6% της συνολικής δυναμικότητας σε δωμάτια.
Πιο αναλυτικά, το καλοκαίρι που πέρασε λειτουργούσαν με σύστημα all inclusive 44 μονάδες πέντε αστέρων με 13.901 δωμάτια και 128 μονάδες τεσσάρων αστέρων με 35.372 δωμάτια. Επιπλέον, 35 μονάδες πέντε αστέρων με 5.267 δωμάτια και 40 μονάδες τεσσάρων αστέρων με 5.596 δωμάτια λειτουργούσαν με μεικτό σύστημα all inclusive και άλλης μορφής πακέτο. Από τα έσοδα των all inclusive, υπολογίζεται ότι 250 εκατ. ευρώ είναι η δαπάνη για φαγητό και ποτό μέσα στις μονάδες, με βάση τη συνολική δαπάνη εισερχόμενου τουρισμού, η οποία προβλέπεται στα 15,2 δισ. ευρώ για το 2014, συμπεριλαμβάνοντας αερομεταφορές, θαλάσσιες μεταφορές και κρουαζιέρες.
Η συνηθισμένη διαμονή ενός πελάτη all inclusive είναι από επτά έως 14 ημέρες. Με τη μέση πληρότητα να εκτιμάται 130 έως 150 ημέρες και 2,3 πελάτες ανά δωμάτιο, συνολικά εξυπηρετούνται 16,4 έως 18,9 εκατ. διανυκτερεύσεις. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το 2013 τα έσοδα από διανυκτερεύσεις ξένων τουριστών ανήλθαν στα 160,25 εκατ., με το ποσοστό all inclusive να κυμαίνεται σε ποσοστό 10,2% έως 11,8% του συνόλου. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι ως προϊόν το all inclusive δεν είναι το κυρίαρχο, αλλά ένα ακόμη προϊόν που πρέπει να προσφέρει ο ελληνικός τουρισμός στη διεθνή πελατεία προκειμένου να παραμείνει ανταγωνιστικός, όπως περιλαμβάνει και πακέτα με πλήρη ή ημιδιατροφή ή μόνο με πρωινό. Εξάλλου, διεθνώς παρατηρείται σαφής τάση για ενδυνάμωση των διακοπών all inclusive, ενώ εκτιμάται ότι στην Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό έχει υπερκαλύψει τη μείωση του εσωτερικού τουρισμού, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης.
Σε αντίθεση με άλλες χώρες διαπιστώνεται ότι στην Ελλάδα, ο τουρίστας all inclusive δεν περιορίζεται στο ξενοδοχείο. Σύμφωνα με την έρευνα Εμπόριο και Τουρισμός στην Κρήτη (ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ), η δαπάνη των πελατών all inclusive στα εμπορικά καταστήματα είναι η δεύτερη υψηλότερη έπειτα από αυτή των πελατών ξενοδοχείων πέντε αστέρων (144 ευρώ από 177 ευρώ). Στην εστίαση είναι χαμηλότερη (97 ευρώ), κάτι αναμενόμενο αφού οι πελάτες έχουν πληρώσει ήδη για τη διατροφή τους εντός ξενοδοχείου. Ζητούμενο αποτελεί πλέον η υποστήριξη των τουριστικών επιχειρήσεων και η ανάπτυξη κινήτρων και εμπειριών, όπως η δημιουργία πακέτων all inclusive που θα περιλαμβάνουν και υπηρεσίες εστίασης ή επίσκεψη σε αξιοθέατα εκτός ξενοδοχείου, εστιάζοντας στη μοναδικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ