Ελάχιστες κυβερνήσεις του πλανήτη επηρέασε τόσο η πυρηνική καταστροφή στη Φουκουσίμα (11 Μαρτίου 2011) όσο τη γερμανική. Εξαιτίας της καταστροφής η κυβέρνηση της Ανγκελα Μέρκελ αποφάσισε την κατάργηση (έως το 2022) όλων των πυρηνικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία και εκπόνησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα που προβλέπει την παραγωγή, έως το 2050, του 80% της ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα από ανανεώσιμες πηγές.
Ηδη, όμως, άρχισαν οι αποκλίσεις από τους στόχους του προγράμματος. Ηδη το κλείσιμο των πρώτων πυρηνικών σταθμών προκάλεσε μια κάθετη αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από την πιο «βρώμικη» πηγή, τον λιγνίτη. Το 2013 η παραγωγή ηλεκτρισμού από λιγνίτη έφθασε στο υψηλότερο επίπεδο από το 1990.
Προειδοποιήσεις


Το πρόγραμμα στροφής της γερμανικής παραγωγής ενέργειας από τα «βρώμικα» ορυκτά και την καθαρή μεν για το περιβάλλον αλλά θανάσιμα επικίνδυνη πυρηνική ενέργεια προς τις πράσινες ανανεώσιμες πηγές όχι μόνο εκτρέπεται, αλλά προκαλεί και εντάσεις μεταξύ Βερολίνου και Στοκχόλμης. Αφορμή των εντάσεων είναι οι φόβοι του Βερολίνου για την τύχη δύο λιγνιτικών σταθμών που λειτουργεί στη Βορειοανατολική Γερμανία η σουηδική κρατική ενεργειακή εταιρεία Vattenfall. Η γερμανική κυβέρνηση, για την ακρίβεια, ασκεί πιέσεις στη σουηδική προκειμένου να επεκτείνει τις δραστηριότητες των λιγνιτωρυχείων και των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της Vattenfall. Οπως έγραφαν την περασμένη Τρίτη οι «Financial Times», ο γερμανός αντικαγκελάριος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ απηύθυνε επιστολή στον σουηδό πρωθυπουργό Στέφαν Λέβεν με την οποία τον καλεί να μην αναστείλει τα σχέδια επέκτασης των δραστηριοτήτων των μονάδων που λειτουργεί η Vattenfall στο Βρανδεμβούργο και στη Σαξονία. Ο Γκάμπριελ προειδοποιεί μάλιστα για τις «σοβαρές επιπτώσεις» που θα είχε για την παραγωγή ενέργειας και την αγορά εργασίας της Γερμανίας ενδεχόμενο κλείσιμο των δύο σταθμών.
Θα αποφασίσει η εταιρεία


Στη Στοκχόλμη κάποιοι κυβερνητικοί παράγοντες θεωρούν ότι θα έπρεπε να επισπευσθεί κατά μια 20ετία το κλείσιμο των συγκεκριμένων σταθμών της Vattenfall και αυτό λόγω του ότι λειτουργούν με το πλέον ρυπογόνο καύσιμο. Ο γερμανός αντικαγκελάριος προειδοποίησε, όμως, τον νεοεκλεγμένο πρωθυπουργό της κυβέρνησης συνεργασίας Σοσιαλδημοκρατών και Αριστεράς στη Σουηδία ότι αν κλείσουν οι σταθμοί θα χαθούν 16.000 θέσεις εργασίας σε μια «διαρθρωτικά αδύναμη περιοχή της Γερμανίας».
Ο Γκάμπριελ ζήτησε από τον Λέβεν να ασκήσει την επιρροή του στη διοίκηση της κρατικής σουηδικής εταιρείας προκειμένου όχι μόνο να μην κλείσει τους σταθμούς αλλά, αν είναι δυνατόν, να προχωρήσει σε επενδύσεις ώστε να επεκταθεί η λειτουργία τους.
Η παρέμβαση του επικεφαλής του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στον επίσης Σοσιαλδημοκράτη σουηδό πρωθυπουργό μικρή επίπτωση φαίνεται πως είχε, καθώς ο νέος διευθύνων σύμβουλος της Vattenfall Μάγκνους Χαλ ανακοίνωσε στις 30 Οκτωβρίου ότι η επιχείρηση κοινής ωφελείας που διοικεί αποφάσισε να πωλήσει τα λιγνιτωρυχεία και τις μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που λειτουργεί στη Γερμανία.
Αύξηση παραγωγής


«Η στρατηγική μας είναι σαφής και προβλέπει τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακος και τη μετατροπή των λειτουργιών μας κατά τρόπον ώστε να είναι φιλικότερες προς το περιβάλλον με τη χρησιμοποίηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας», δήλωσε ο Χαλ. Οσο για τον πρωθυπουργό Λέβεν είπε ότι εξήγησε τηλεφωνικώς στον Γκάμπριελ πως η χώρα του δεν θέλει να τραυματίσει τις σχέσεις της με τη Γερμανία, γι’ αυτό αφήνει στο… διοικητικό συμβούλιο της Vattenfall να αποφασίσει για την τύχη των περιουσιακών της στοιχείων στη Γερμανία. Η αύξηση της ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη στα προ εικοσιπενταετίας επίπεδα στη Γερμανία δεν πρέπει να εκπλήσσει. Και άλλες χώρες αυξάνουν τη χρήση του λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Πρόσφατη έρευνα της WoodMackenzieκαταλήγει στο συμπέρασμα ότι «τη δεκαετία που διανύουμε ο λιγνίτης θα ξαναγίνει η κορυφαία πηγή ενέργειας του πλανήτη»!
Το πλέον ρυπογόνο καύσιμο θα επικρατήσει όχι τόσο λόγω της αυξανόμενης χρήσης του στην Κίνα και στις άλλες αναπτυσσόμενες χώρες όσο λόγω της διάδοσής του στις ανεπτυγμένες. Και δη στις ευρωπαϊκές, που λόγω κρίσης –και παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις τους –εγκαταλείπουν τις πιο δαπανηρές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η παραγωγή γαιανθράκων θα αυξηθεί κατά 20% έως το 2020, εκτιμούν οι ειδικοί της WoodMackenzie και διαβεβαιώνουν ότι έχουμε ακόμα… 130 χρόνια μπροστά μας για να εκμεταλλευθούμε –όχι ασφαλώς με το αζημίωτο από πλευράς περιβάλλοντος και δημόσιας υγείας –τα αποθέματα λιγνίτη στον πλανήτη.


Οι πράσινοι κανόνες απειλούν τη βιομηχανία
Το κόστος της ενέργειας γονατίζει τον κλάδο αλουμινίου

Οι εργάτες αλουμινίου στο εργοστάσιο Alunorf, στη γερμανική πόλη Νόις (βρίσκεται κοντά στο Ντύσελντορφ), δεν φοβούνται μήπως τους παρεξηγήσουν τίποτε… κολλημένοι στο παρελθόν και αποκαλούν τη μονάδα παραγωγής τους Ο Φούρνος. Τα χυτήρια στη μονάδα αυτήν, που είναι μία από τις μεγαλύτερες της Ευρώπης, λειτουργούν στους 960 βαθμούς Κελσίου. Για να φθάσουν σε αυτή τη θερμοκρασία ο καθείς αντιλαμβάνεται πόση ενέργεια χρειάζεται να καταναλώσουν.

«Το ενεργειακό κόστος απειλεί την επιβίωση του ευρωπαϊκού κλάδου αλουμινίου: από το 2007 έχουν κλείσει τα 11 από τα 24 χυτήρια της ΕΕ. Και έκλεισαν εξαιτίας των νέων περιβαλλοντικών ρυθμίσεων της Ενωσης, που έχουν εκτινάξει το ενεργειακό κόστος στα ύψη»
, αναφέρει ρεπορτάζ των «Financial Times» από το Νόις. Ο Κρίστιαν Ολιβερ, που υπογράφει το ρεπορτάζ, αναρωτιέται αν η Ευρώπη, που πασχίζει να εξορθολογίσει τα δημοσιονομικά της μεγέθη (που διακατέχεται από δημοσιονομικές εμμονές είναι μια άλλη εκδοχή), έχει την πολυτέλεια να ηγείται παγκοσμίως της μάχης κατά της κλιματικής αλλαγής. Αναρωτιέται επίσης αν οι πράσινοι κανόνες ωθούν τον ευρωπαϊκό βιομηχανικό κλάδο της μεταλλουργίας και των χημικών σε χώρες αναπτυσσόμενες, που είναι ευκολότερο για κάποιον να ρυπαίνει.
Το γεγονός είναι ότι από το 2007 η ευρωπαϊκή παραγωγή αλουμινίου έχει περιοριστεί κατά 40%. «Πρέπει να πετύχουμε τους περιβαλλοντικούς στόχους μας, αλλά με έναν τρόπο που να μην καταστρέφει τη βιομηχανία» δήλωσε στην εφημερίδα ο Ρόλαντ Μπάαν, επικεφαλής στην Ευρώπη της αμερικανικής Aleris που δραστηριοποιείται στη Γερμανία και στο Βέλγιο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αναγνωρίσει ότι η όλο και πιο αυστηρή περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ έχει αυξήσει το κόστος παραγωγής αλουμινίου κατά 8% τη δεκαετία 2002-2012. Οι εταιρείες του κλάδου, οι οποίες υποχρεούνται να χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, έχουν μετακυλίσει στον καταναλωτή το υψηλότερο κόστος που αυτές απαιτούν.
Οταν μιλάμε για κόστος παραγωγής αλουμινίου μιλάμε κυρίως για ηλεκτρική ενέργεια –αντιπροσωπεύει το 30% του συνολικού κόστους παραγωγής. Η πραγματικότητα που έχει δημιουργηθεί είναι επόμενο να πλήττει την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων του κλάδου. «Στην Ευρώπη η βιομηχανία αλουμινίου απασχολεί 80.000 άτομα. Για την Ελλάδα, που ανακάμπτει από την κρίση, ο κλάδος αποτελεί έναν από τους στρατηγικούς εθνικούς πρωταθλητές» γράφουν οι «FT».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ