Την ανάγκη να εκλείψουν οι συνθήκες αβεβαιότητας για το χρηματοοικονομικό σύστημα, επεσήμανε ο πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας και της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών (ΕΕΤ) Γιώργος Ζανιάς σε εκδήλωση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με θέμα «Το νέο θεσμικό τοπίο των κεφαλαιαγορών, από την ελληνική Προεδρία στην επόμενη ημέρα της Ελλάδας και της Ευρώπης».
Σύμφωνα με τον ίδιο, το σύστημα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή απορρόφησης των συνεπειών της αβεβαιότητας.
«Πώς είναι δυνατόν σήμερα που τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη της Ελλάδας είναι ίδια και καλύτερα από αυτά της Πορτογαλίας, μιας χώρας που ήταν σε πρόγραμμα και βγήκε, σήμερα λοιπόν, τα ελληνικά δεκαετή ομόλογα να έχουν απόδοση 8,5% και αυτά της Πορτογαλίας μόνο 2,7%» αναρωτήθηκε ο κ. Ζανιάς.
«Και ακόμα χειρότερα, πως είναι δυνατόν η Ιρλανδία, μια άλλη χώρα που ήταν σε πρόγραμμα και επίσης βγήκε, να μπορεί να δανείζεται με τριετή ομόλογα με 0,29% και εμείς με σχεδόν 10%!» πρόσθεσε ο πρόεδρος της ΕΕΤ.
Ολόκληρη η ομιλία του κ. Ζανιά:
«Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα παρά τις αντιξοότητες, συχνά όμως ωθούμενο από αυτές, συνεχίζει να εξελίσσεται και να εμβαθύνει την έννοια της ολοκλήρωσης. Οι ταχύτητες βέβαια με τις οποίες συχνά κινείται δεν είναι γρήγορες ενώ υπάρχει διστακτικότητα στην περίπτωση κρίσιμων παραμέτρων, όπως τα ευρωομόλογα και η αναπτυξιακή στρατηγική σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης αντί για τη μονόπλευρη προσφυγή στη δημοσιονομική πολιτική.




Σε τέτοια πεδία που άπτονται βασικών εργαλείων οικονομικής ή εθνικής πολιτικής, τα αμυντικά ανακλαστικά και η αναποφασιστικότητα κυριαρχούν, κυρίως στις κυβερνήσεις των χωρών του πυρήνα της ευρωζώνης, και συχνά τροφοδοτούν αβεβαιότητα ή εντείνουν τις αποκλίσεις μεταξύ των οικονομιών.




Πρέπει όμως ν’ αναγνωρίσουμε ότι, από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, και ειδικά μετά από το ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης και της επακόλουθης κρίσης με επίκεντρο την ευρωζώνη, η πρόοδος αναφορικά με την ισχυροποίηση και εμβάθυνση της χρηματοπιστωτικής ολοκλήρωσης της ευρωζώνης έχει επιταχυνθεί.




Σημαντικές μεταβολές έχουν συντελεστεί στο θεσμικό πλαίσιο και τη λειτουργία τόσο του τραπεζικού συστήματος όσο και των αγορών. Η ολοκλήρωση της εξαντλητικής αξιολόγησης από την ΕΚΤ και η ανάληψη από την τελευταία του ρόλου κοινής εποπτείας των συστημικών τραπεζών έθεσε, από τον προηγούμενο μήνα, σε λειτουργία ένα βασικό πυλώνα της Τραπεζικής Ένωσης. Η ολοκλήρωσή της όμως απαιτεί πολλή δουλειά ακόμη μέχρι να εισαχθούν πλήρως και οι υπόλοιποι πυλώνες της.




Οι εξελίξεις αυτές αποτελούν φυσική απόρροια της ύπαρξης και λειτουργίας μιας νομισματικής ένωσης αλλά προωθήθηκαν με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα ως αντίδραση στις προκλήσεις που προέκυψαν από την κρίση.




Οι εξελίξεις δεν εξαντλούνται προφανώς στον τραπεζικό τομέα. Η πρόοδος είναι ευρύτερη και καλύπτει και το γενικότερο χρηματοπιστωτικό σκηνικό, την κεφαλαιαγορά και όλο και περισσότερες πτυχές του χρηματοοικονομικού οικοδομήματος στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς. Δε θα μπορούσε να συμβεί και διαφορετικά άλλωστε αφού το χρηματοοικονομικό περιβάλλον και όλοι οι δρώντες σε αυτό συνδέονται με στενούς και αλληλοσυνδεόμενους διαύλους και αναπτύσσουν στενές αλληλεπιδράσεις.




Μάλιστα σε μια ημερίδα που παρακολούθησα τον περασμένο Οκτώβριο για το μέλλον του τραπεζικού τομέα στην Ουάσινγκτον, οι ομιλητές, ηγέτες ουσιαστικά του διεθνούς τραπεζικού συστήματος, υπήρξαν σαφείς πως πρέπει να μιλάμε για το μέλλον του χρηματοοικονομικού τομέα συνολικά αντί μόνο για το μέλλον του τραπεζικού τομέα.




Και αυτό γιατί, ως απόρροια κυρίως της μεγαλύτερης πίεσης που ασκείται στο παραδοσιακό τραπεζικό σύστημα για διαφάνεια, αυστηρότερη κεφαλαιακή επάρκεια και συντηρητικότερες πρακτικές ανάληψης κινδύνου καθώς και προληπτικής διακράτησης περισσότερης ρευστότητας, ο τραπεζικός τομέας οδηγείται σε αρκετές περιπτώσεις σε απομόχλευση και απεμπλοκή από μη βασικές δραστηριότητες.




Όπως ήταν φυσικό η αγορά και οι μηχανισμοί της ήρθαν να καλύψουν το κενό και, πέραν της παραδοσιακής κεφαλαιαγοράς, εξέλιξαν μηχανισμούς και προϊόντα για αποτελεσματικότερη διοχέτευση της ρευστότητας από τους επενδυτές στις πλέον ανταγωνιστικές χρήσεις. Δραστηριότητες δηλαδή που σήμερα περιλαμβάνονται –σε μεγάλο βαθμό – στο λεγόμενο σκιώδες χρηματοπιστωτικό σύστημα (shadow banking).




Όσον αφορά ειδικότερα το τυχόν κενό που καλείται να καλύψει η κεφαλαιαγορά, δεν πρέπει να ξεχνάμε την αρκετά μεγαλύτερη εξάρτηση που έχουν από την κεφαλαιαγορά οι επιχειρήσεις στις ΗΠΑ σε σχέση με αυτές στην Ευρώπη όπου η εξάρτηση από το τραπεζικό σύστημα είναι μεγαλύτερη. Στην δε Ελλάδα, όπου λόγω της κρίσης πολλές επιχειρήσεις είναι υπερχρεωμένες, η κεφαλαιαγορά καλείται να διαδραματίσει έναν πολύ σημαντικό εξυγιαντικό ρόλο.




Ως εκ τούτου, το θεσμικό πλαίσιο και στην Ευρώπη εξελίσσεται προκειμένου να αυξήσει την αποτελεσματικότητα και ελκυστικότητα των αγορών & να ανταποκριθεί στις τάσεις και της ανάγκες της οικονομίας. Η γερασμένη, κατά πολλούς, Ευρώπη προσπαθεί να τρέξει με τις εξελίξεις και να αυξήσει το βάθος, την ανταγωνιστικότητα και τη ελκυστικότητα του χρηματοοικονομικού της περιβάλλοντος προκειμένου να ενισχύσει τη ρευστότητα, την αποτελεσματικότητα, τις επενδύσεις και την ανάπτυξη.




Παράλληλα επιχειρεί να διατηρήσει μια χρυσή τομή μεταξύ εκσυγχρονισμού και συνετής ανάπτυξης εποπτικών μηχανισμών, δικλείδων ασφαλείας και μηχανισμών έγκαιρης προειδοποίησης έναντι κινδύνων ώστε να αποφύγουμε επανεμφάνιση φαινομένων συστημικής αστάθειας από αλόγιστες συμπεριφορές σε μέρος του συστήματος ή από μεμονωμένους δρώντες όπως συνέβη κατά την πρόσφατη κρίση. Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο αλλά τα έως τώρα επιτεύγματα είναι ενθαρρυντικά.




Υπό αυτό το πρίσμα, εξ’ ίσου αν όχι περισσότερο σημαντικές με την τραπεζική ένωση είναι οι εξελίξεις που θα συζητηθούν στη συνέχεια αναφορικά με της αγορές κεφαλαίου και οι οποίες μαζί με την τραπεζική ένωση μορφοποιούν σταδιακά το σκηνικό της επόμενης μέρας για το χρηματοοικονομικό «οικοσύστημα» της Ευρώπης.




Είναι αξιοσημείωτο ότι σημαντική πρόοδος και σημεία ορόσημα για το αύριο των Ευρωπαϊκών Χρηματοοικονομικών αγορών (MiFID II) έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της ελληνικής Προεδρίας.




Οι εξελίξεις αυτές ουσιαστικά επιχειρούν να καταστήσουν το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό οικοδόμημα πιο σταθερό και πιο ανταγωνιστικό σε μία εποχή που οι χρηματοοικονομικές ροές, επενδύσεις και πρακτικές διαχείρισης, διαμεσολάβησης και άντλησης κεφαλαίων αλλάζουν μορφή.




Η Ευρώπη ήδη με σημαντικές αλλαγές στη χρηματοοικονομική της αρχιτεκτονική από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας επιχειρεί ένα άλμα προς τα μπρος με τη θεσμική δυναμική που έχει αποκτηθεί την τελευταία 5ετία και ειδικά το 2015.




Οι αλλαγές που εμπεριέχονται στο νέο «Σύνταγμα» των αγορών που βασίζεται στη MiFID II/MiFIR μορφοποιούν σε συνδυασμό με άλλες ρυθμίσεις το εποπτικό, ρυθμιστικό, λειτουργικό περιβάλλον τον αγορών ώστε να καλύπτουν τη συντριπτική πλειοψηφία των χρηματοπιστωτικών εργαλείων.




Παράλληλα δημιουργούνται δομές για ευχερέστερη και διαφανή πρόσβαση μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε δανεισμό από αγορά και επενδυτικά σχήματα. Η αρχική MiFid (Ι) που εφαρμόστηκε από το 2007 προσέφερε ήδη πολλά στη διάχυση της ρευστότητας, της διαφάνειας και τον περιορισμό των αφανών μη δομημένων συναλλαγών αυξάνοντας την ελκυστικότητα «θεσμικών» και εποπτευόμενων δομών χρηματοοικονομικών συναλλαγών.




Η Ευρώπη επενδύει συνειδητά και έγκαιρα σε ένα ανταγωνιστικότερο αύριο στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό γίγνεσθαι, και αυτό με έναν όσο γίνεται δομημένο και συνετό τρόπο. Δεν είναι τυχαίο ότι το 2016-17 αναμένεται να ολοκληρωθεί η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση και να τεθούν σε πλήρη ισχύ όλες οι αλλαγές που προβλέπονται μέσω της MiFiD και άλλων επικουρικών στρατηγικών στις χρηματοοικονομικές αγορές. Η χώρα μας και οι επιχειρήσεις μας ως οργανικό τμήμα αυτής της προόδου πρέπει να είναι έτοιμες ώστε να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις και να επωφεληθούν από αυτές τις αλλαγές.




Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τις ευκαιρίες και τις προκλήσεις της επόμενης μέρας. Ο κόσμος, οι αγορές, το γενικότερο περιβάλλον αλλάζουν δυναμικά, νέες ευκαιρίες και προκλήσεις αναδύονται, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να «διαβάσουμε» και να προσαρμοστούμε στις εξελίξεις».