Αν και από το 2012 ήρθαν στην Ελλάδα περί τα 50 δισεκατομμύρια ευρώ(εξαιρουμένης της χρηματοδότησης του δημοσίου μέσω του προγράμματος στήριξης από ΕΕ και ΔΝΤ και του δανεισμού των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ), κάτι τέτοιο ωστόσο δεν αντικατοπτρίστηκε στην πραγματική οικονομία, αναφέρει σε ανάλυσή της η Εθνική Τράπεζα.

Όπως εκτιμά, η ταχεία συρρίκνωση του δανεισμού των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ και η συνεχιζόμενη μείωση του τραπεζικού δανεισμού του ιδιωτικού τομέα εξηγούν το «μυστήριο» της χαμένης ρευστότητας.

Η συνεχιζόμενη εξάλλου απομόχλευση στον ιδιωτικό τομέα (περίπου 40 δισ. ευρώ από τα μέσα του 2012 έως τα μέσα του 2014, συμπεριλαμβανομένων και των προβλέψεων για επισφαλή δάνεια) που διευκολύνουν την επιστροφή κεφαλαίων από το εξωτερικό, προκαλεί βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, απώλεια ρευστότητας από το σύστημα, εξαιτίας της ανάγκης για έγκαιρη αποπληρωμή των δανείων από την ΕΚΤ.

Την ίδια στιγμή, η μείωση της εξάρτησης των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ ήταν αναμενόμενη εξέλιξη, δεδομένης της βελτίωσης του οικονομικού περιβάλλοντος και του, εξ’ ορισμού, προσωρινού της χαρακτήρα, όμως η ταχύτητα αποκλιμάκωσης είναι εξαιρετικά υψηλή σε σύγκριση με το μέγεθος των εισροών κεφαλαίου και ειδικά τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας που εισέρχεται σε αναπτυξιακή φάση.

Όπως εκτιμάται, για να επιταχυνθεί η διάχυση της ρευστότητας υποστηρίζοντας μια βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη είναι απαραίτητη η προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό με ρυθμό ανάλογο της τελευταίας διετίας σε συνδυασμό με τον τερματισμό της απομόχλευσης.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΤΕ η ανάκαμψη της ζήτησης για πιστώσεις ακολουθεί την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ με υστέρηση 3-6 τριμήνων. Ως εκ τούτου, η διατήρηση του δανεισμού από την ΕΚΤ τουλάχιστον στα τρέχοντα επίπεδα των 43-44 δισ. ευρώ περίπου, αποτελεί βασική προϋπόθεση για να επιταχυνθεί η διάχυση της ρευστότητας στην οικονομία και να τεθεί εγκαίρως σε κίνηση ο εσωτερικός μηχανισμός δημιουργίας ρευστότητας της οικονομίας τα επόμενα χρόνια, με ταυτόχρονο περιορισμό του κόστους δανεισμού.

Η υποστηρικτική στάση της ΕΚΤ με παροχή επαρκούς ρευστότητας με ανταγωνιστικό κόστος και για ικανό χρονικό διάστημα σε αυτή τη σημαντική φάση για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση. Η περαιτέρω αύξηση της ευελιξίας αναφορικά με την αποδοχή και αποτίμηση ελληνικών ενεχύρων και την ευρύτερη, κατά το δυνατό, πρόσβαση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στη νέα, πιο επεκτατική νομισματική στρατηγική που εφαρμόζει σταδιακά η ΕΚΤ εξυπηρετεί τόσο τους στόχους της ΕΚΤ για συρρίκνωση της σημαντικής ετερογένειας στις χρηματοδοτικές συνθήκες μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, όσο και τις αυξημένες ανάγκες ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας.