Υπό πίεση αναμένεται να βρεθούν πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες από το 2018, λόγω νέων λογιστικών προτύπων που αυξάνουν τις προβλέψεις για επισφάλειες στις οικονομικές καταστάσεις των τραπεζών.

Σύμφωνα με το Bloomberg οι ευρωπαϊκές τράπεζες που είναι ήδη υπό πίεση για να ενισχύσουν τους δείκτες κεφαλαίων τους μπορεί να απέχουν από τη διανομή κερδών τα επόμενα έτη, λόγω των νέων λογιστικών κανόνων τον υπολογισμό των επισφαλειών.

Σημειώνεται πως το νέο πρότυπο οριστικοποιήθηκε στις 24 Ιουλίου από το Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και προβλέπει την αναγνώριση επισφαλειών όχι μόνο για την προηγούμενη περίοδο αλλά και την διενέργεια προβλέψεων για μελλοντικές ζημιές από δάνεια.

Το Διεθνές Πρότυπο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9) «Χρηματοοικονομικά Μέσα» θα αντικαταστήσει το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 39 «Χρηματοοικονομικά Μέσα». Η αλλαγή αποτελεί την αντίδραση του Συμβουλίου Διεθνών Λογιστικών Προτύπων στις επικρίσεις που υπήρξαν μετά το ξέσπασμα της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008 για τον υπολογισμό των προβλέψεων για επισφαλή δάνεια στις οικονομικές καταστάσεις των τραπεζών.

Με την υιοθέτηση του νέου προτύπου, θα υπάρχει πιο αποτελεσματική απεικόνιση των κινδύνων που συσσωρεύουν τα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών και οι τράπεζες με τις προβλέψεις για επισφαλή δάνεια να είναι μεγαλύτερες σε σχέση με σήμερα. Με την εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9 αλλάζει σημαντικά ο τρόπος υπολογισμού των επισφαλειών αφού θα αφορά τόσο ζημιές σε σχέση με γεγονότα που έχουν πραγματοποιηθεί όσο και μέρος των ζημιών που αναμένεται να επισυμβούν στο μέλλον.

Ως εκ τούτου, καθώς οι μεγαλύτερες επισφάλειες θα μεταφράζονται σε μικρότερους ισολογισμούς για τις τράπεζες και σε μειωμένους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας οι τράπεζες θα αναγκάζονται να είναι πιο προσεκτικές στην αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των υποψήφιων δανειοληπτών για παροχή νέων δανείων.

Μελέτη που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα από την Standard & Poor’s το νέο λογιστικό πρότυπο που θα τεθεί σε ισχύ το 2018, θα μπορούσε να μειώσει τα επίπεδα των κεφαλαίων των ευρωπαϊκών τραπεζών κατά 2,7 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο.