Η έναρξη της συζήτησης για το ελληνικό χρέος είναι ο βασικός στόχος της ελληνικής αποστολής στις νέες διαπραγματεύσεις που ξεκινούν σήμερα στο Παρίσι με την Τρόικα μεταδίδει η Deutsche Welle.

Κατά πόσον όμως είναι ρεαλιστικός ο στόχος αυτός;

Σχεδόν πέντε χρόνια συμπληρώνονται από την απαρχή της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Έκτοτε η χώρα έχει λάβει βοήθεια ύψους 240 δισ.ευρώ από το ΔΝΤ και την ΕΕ ενώ παράλληλα ιδιώτες πιστωτές αναγκάστηκαν να παραιτηθούν από μεγάλο μέρος των αξιώσεών τους.

Μέχρι στιγμής όμως τα αποτελέσματα είναι πενιχρά. Το ελληνικό χρέος έχει εκτοξευτεί στα 320 δισ. ευρώ, το οποίο ανταποκρίνεται στο 180 % του ΑΕΠ της χώρας. Το χρέος σήμερα είναι αρκετά υψηλότερο σε σχέση με τα επίπεδα προ κρίσης. Σε αυτά τα συμφραζόμενα, το πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 1,5 δισ. ευρώ, φαντάζει μάλλον σαν σταγόνα στον ωκεανό.

Όπως σημειώνει ο γερμανός οικονομολόγος Μαχ Ότε:

«Στην Ελλάδα εξακολουθούμε να έχουμε την υψηλότερη ανεργία στην Ευρώπη. Η οικονομία της βρίσκεται σε ύφεση από το 2008. Με το οριακό πλεόνασμα πρέπει να εξυπηρετηθούν οι τόκοι και το χρέος. Αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει έτσι».

Απαιτείται ριζικό κούρεμα

Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Γιοάχιμ Σάιντε, από το Ινστιτούτο για την Παγκόσμια Οικονομία του Κιέλου, ο οποίος εκτιμά ότι και μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος βοήθειας στα τέλη του έτους, η Ελλάδα δεν θα είναι σε θέση να εξέλθει από την παγίδα του χρέους. Ο ίδιος προτείνει ένα νέο κούρεμα του χρέους, και μάλιστα δραστικό: «Μάλλον θα πρέπει να υπολογίζει κανείς με ένα 50 % παρά με 10 ή 20 %».

Το νέο κούρεμα θα έπρεπε όμως να συνοδεύεται από μια υγιή δημοσιονομική πολιτική και μια αναδιάταξη των οικονομικών δομών. Με αυτό τον τρόπο όμως η χώρα θα απαλλάσσονταν από ένα δυσβάσταχτο βάρος, όπως λέει ο ειδικός: «Και τότε θα μπορέσουν να επικεντρώσουν σε άλλα πρότζεκτ τα οποία ενισχύουν περισσότερο την ανάπτυξη. Και τότε μπορεί να υπάρξει πραγματικά μια νέα αρχή».

Ωστόσο ελλοχεύει ένας μεγάλος κίνδυνος, όπως εκτιμά ο Γιοάχιμ Σάιντε, «υπάρχει ο φόβος, να ακολουθήσουν και άλλες χώρες το παράδειγμα της Ελλάδας».

Υπάρχουν όμως και άλλα επιχειρήματα κατά ενός νέου κουρέματος του ελληνικού χρέους, εξηγεί ο Μαξ Ότε: «Τα χρέη είναι καταθέσεις των τραπεζών και των μεγάλων χρηματιστικών επιχειρήσεων. Αυτοί φυσικά αντιστέκονται και η πολιτική δεν φαίνεται να είναι σε θέση να επιβάλει κάτι τέτοιο».

Σημειωτέον ότι την άνοιξη του 2012 η ευρωζώνη δεσμεύτηκε έναντι επενδυτών ότι το ελληνικό κούρεμα ήταν μια μεμονωμένη περίπτωση που δεν πρόκειται να επαναληφθεί. Εν τω μεταξύ το ήμισυ των ελληνικών ομολόγων βρίσκεται στα χέρια δημοσίων πιστωτών. Ένα κούρεμα λοιπόν χωρίς τη συμμετοχή των χωρών της ευρωζώνης και της ΕΚΤ προφανώς και δεν θα είχε νόημα.

Προς ένα light κούρεμα;

Ελάχιστες είναι, σύμφωνα με τον Γιοάχιμ Σάιντε και οι πιθανότητες ενός τρίτου πακέτου στήριξης, καθώς, όπως σημειώνει, πρόκειται για ένα βήμα το οποίο οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν θα μπορούσαν πλέον να δικαιολογήσουν στους ψηφοφόρους τους: «Επελέγη μια διαφορετική στρατηγική προκειμένου να μην θίγεται πλέον άμεσα ο φορολογούμενος».

Ο λόγος για την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων και τη μείωση των επιτοκίων. Η στρατηγική αυτή του λεγόμενου light κουρέματος όμως έχει εφαρμοστεί ήδη, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν πλέον περιθώρια για περαιτέρω ουσιαστικές βελτιώσεις προς όφελος της Ελλάδας, δεδομένου ότι ο μέσος όρος των δανείων είναι τα 32 χρόνια.

«Η πολιτική πραγματικότητα», λέει ο Μαξ Ότε, «δείχνει ότι την επόμενη φορά που θα υπάρξει ανάγκη για την παροχή βοήθειας θα γίνει ό,τι είναι δυνατόν προκειμένου να βρεθεί μια ‘λύση’ η οποία απλά θα επιμηκύνει την παρούσα κατάσταση».

Λιγότερο διπλωματικός ο Γιοάχιμ Σάιντε: «Η ώρα της αλήθειας απλά μετατίθεται».