«Ήταν μια αυταπάτη» λέει ο Economist αναφερόμενος στα στοιχεία που έδειχναν αναστροφή του οικονομικού κλίματος στην ευρωζώνη. «Λίγους μήνες πριν οι ηγέτες της ευρωζώνης πίστευαν ότι, έχοντας αντιμετωπίσει την μπόρα, ήταν επιτέλους ασφαλείς. Στηριζόμενοι στις δεσμεύσεις Ντράγκι ότι η ΕΚΤ θα κάνει ‘ό,τι χρειαστεί’ για την στήριξη του ευρώ, η σιγουριά επέστρεψε. Οι ρυθμοί ανάπτυξης γίνονταν θετικοί, αν και με αργούς ρυθμούς, οι ταραγμένες περιφερειακές χώρες έδειχναν σημάδια ανάκαμψης έπειτα από τα bail out και τα σκληρά μέτρα, ενώ η ανεργία, αν και σε πρωτοφανή υψηλά επίπεδα ειδικά ανάμεσα στους νέους, σε κάποιες χώρες έδειχνε σημεία υποχώρησης.

«Ήταν μια αυταπάτη. Τις τελευταίες εβδομάδες οι χώρες της ευρωζώνης μπάζουν και πάλι νερό. Το ΑΕΠ της ευρωζώνης έμεινε στάσιμο το δεύτερο τρίμηνο: Η Ιταλία επέστρεψε σε ύφεση, το γαλλικό ΑΕΠ έμεινε στάσιμο, ενώ ακόμη και η ισχυρή Γερμανία είδε μεγάλη πτώση στο ΑΕΠ της.

» Το τρίτο τρίμηνο δεν αναμένεται καλύτερο, εν μέρει εξαιτίας των επιπτώσεων από τις κυρώσεις της Δύσης στη Ρωσία. Εν τω μεταξύ, ο πληθωρισμός έχει πέσει σε υπερβολικά χαμηλά επίπεδα, περίπου στο 0,4%, δημιουργώντας φόβους ότι η ευρωζώνη μπορεί να πέσει στην παγίδα του αποπληθωρισμού» σημειώνει το περιοδικό.

Από τραπεζική κρίση στην κρίση ανάπτυξης

Η βρετανική επιθεώρηση συνεχίζει: «Αυτό που ξεκίνησε πριν από τέσσερα χρόνια ως κρίση τραπεζών και χρέους, κινδυνεύει να εξελιχθεί σε κρίση ανάπτυξης, η οποία αγκαλιάζει πλέον τις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης. Η Γερμανία ταλαντεύεται στην κόψη της ύφεσης. Η Γαλλία βυθίζεται στην στασιμότητα. Το ΑΕΠ της Ιταλίας βρίσκεται ελάχιστα πάνω από το επίπεδο που βρισκόταν, όταν μπήκε στην ευρωζώνη πριν από 15 χρόνια. Από την στιγμή που οι τρεις αυτές χώρες αντιστοιχούν στα δύο τρίτα του ΑΕΠ της ευρωζώνης, η ανάπτυξη σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ολλανδία δεν μπορούν να καλύψουν την εξασθένιση».

Τα βαθύτερα αίτια των νέων ασθενειών της Ευρώπης είναι τρία σχετικά μεταξύ τους και διαπλεκόμενα προβλήματα, σύμφωνα με το περιοδικό. Πρώτον, υπάρχει έλλειμμα πολιτικής ηγεσίας που θα έχει το σθένος και την πειθώ να προωθήσει δομικές μεταρρυθμίσεις για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, που τελικά θα επανεκκινήσουν την ανάπτυξη: οι μεγάλες χώρες έχουν σπαταλήσει δύο χρόνια εξαιτίας της δέσμευσης του Ντράγκι. Δεύτερον, η κοινή γνώμη δεν έχει πεισθεί για την επείγουσα ανάγκη για βαθιές και ριζικές αλλαγές. Και τρίτον, παρά τις προσπάθειες του Μάριο Ντράγκι, το νομισματικό και δημοσιονομικό πλαίσιο είναι τόσο ασφυκτικό -στραγγαλίζοντας την ανάπτυξη- που κάνει τις δομικές μεταρρυθμίσεις ακόμη πιο δύσκολες».

Στην συνέχεια, ο Economist κάνει αναφορά στην περίπτωση της Γαλλίας και τον πρόσφατο ανασχηματισμό της κυβέρνησης, λέγοντας ότι η χώρα συμπυκνώνει και τα τρία παραπάνω προβλήματα. Μιλώντας για τον αποπεμφθέντα υπουργό Οικονομίας Μοντενμπούρ αναφέρει ότι ήταν ένας από τους πιο ισχυρούς πολέμιους της οικονομικής πολιτικής, ενώ για τον Ολάντ σημειώνει ότι αν και δεν ανήκει στους θατσερικούς μεταρρυθμιστές, εντούτοις προσχώρησε στην ιδέα των αναγκαίων περικοπών και των μεταρρυθμίσεων.

«Θεωρητικά, μια νέα κυβέρνηση θα μπορούσε να φέρει πρόοδο, ωστόσο η κοινή γνώμη δεν είναι έτοιμη γι’ αυτό. Ο Ολάντ δεν είναι απλώς μη δημοφιλής, αλλά έχει αποτύχει να πείσει τους Γάλλους πως οι επώδυνες μεταρρυθμίσεις, όπως η μείωση του κράτους, είναι αναπόφευκτες. Από την άλλη, ο Μοντεμπούρ προσφέρει την γοητευτική ιδέα ότι αν η ευρωζώνη χαλαρώσει τους κανόνες της για το έλλειμμα, οι επώδυνες αλλαγές δεν θα είναι αναγκαίες» σημειώνει.

Κατά τον Economist το επιχείρημα του κ. Μοντεμπούρ είναι ελκυστικό γιατί έχει δίκιο όσον αφορά το τρίτο πρόβλημα της Ευρώπης: την υπερβολική λιτότητα που έχει επιβληθεί στην ήπειρο από τη Γερμανία.

Παρά την κατήφεια, συνεχίζει ο Economist, υπάρχει ευκαιρία. Αν ο Ολάντ και ο Ρέντσι δείξουν ότι είναι ειλικρινείς σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις, η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ θα μπορούσε να ανεχθεί μια πιο χαλαρή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική.

Ωστόσο, συμπληρώνει, η Μέρκελ δεν έχει λόγο για να εμπιστεύεται την Γαλλία ή την Ιταλία: όποτε η εξωτερική πίεση προς αυτές τις χώρες μειωνόταν, αυτές υπαναχωρούσαν στις δεσμεύσεις τους για μεταρρυθμίσεις.

«Θα είναι δύσκολο. Αλλά χωρίς μια νέα ώθηση από την πλευρά των ηγετών της Ευρώπης, η ανάπτυξη δεν θα επιστρέψει και ο αποπληθωρισμός θα επιμείνει. Η Ιαπωνία είχε μια χαμένη δεκαετία από πλευράς ανάπτυξης και ακόμη αγωνίζεται. Αλλά η Ευρώπη δεν είναι μία χώρα. Αν η νομισματική ένωση δεν φέρει παρά στασιμότητα, ανεργία και αποπληθωρισμό, τότε τελικά κάποιοι θα ψηφίσουν υπέρ της εξόδου τους από το ευρώ.

» Χάρη στην δέσμευση Ντράγκι να αγοράσει κρατικά ομόλογα αν χρειαστεί, οι αγορές ηρέμησαν. Αλλά το πολιτικό ρίσκο της εξόδου χωρών από το ευρώ αυξάνεται συνεχώς. Η κρίση στην ευρωζώνη δεν απομακρύνθηκε, βρίσκεται κάπου στον ορίζοντα» καταλήγει το άρθρο.