Μπορεί η αρχιτεκτονική στον τουρισμό να επηρεάσει την ποιότητα των ταξιδιωτών σε μια χώρα; Απ’ ό,τι φαίνεται είναι προϋπόθεση γι’ αυτό. «Καθώς δεν αποτελούμε μια μαζική αγορά τουριστών, όπως άλλες, πολύ μεγαλύτερες χώρες, θα πρέπει να στραφούμε στοχευμένα στον ποιοτικό τουρισμό» δηλώνει στο «Βήμα» ο εθνικός επίτροπος της Biennale Αρχιτεκτονικής Βενετίας 2014, καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών και επισκέπτης καθηγητής του Πανεπιστημίου Columbia στη Νέα Υόρκη κ. Γιάννης Αίσωπος. «Θα πρέπει να αναζητήσουμε αυτούς τους πελάτες του ελληνικού τουρισμού». Σε αυτή την προσπάθεια η ποιοτική αρχιτεκτονική έχει πρωταρχικό ρόλο.
Ο άξονας της φετινής ελληνικής συμμετοχής στη 14η Διεθνή Εκθεση Αρχιτεκτονικής La Biennale di Venezia ήταν ο τουρισμός. Με θέμα «Τοπία Τουρισμού: Ανακατασκευάζοντας την Ελλάδα» η έκθεση έρχεται «σε μια ιδιαίτερη χρονική στιγμή, κατά την οποία είμαστε μάρτυρες μιας ιδιότυπης συγκυρίας: από τη μια πλευρά, της αρχής του τέλους της πολυδιάστατης κρίσης και της αλλαγής της διεθνούς εικόνας της χώρας και, από την άλλη, μιας διαρκώς διευρυνόμενης έκρηξης του αριθμού αφίξεων ξένων τουριστών στην Ελλάδα» σχολιάζει ο κ. Αίσωπος. «Η ανασκόπηση λοιπόν της ιστορίας των τελευταίων 100 χρόνων της αρχιτεκτονικής του τουρισμού παρουσιάζεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη μελλοντική πορεία της Ελλάδας στον χώρο του τουρισμού». Για τον ίδιο εξάλλου η αειφορία αποτελεί «προτεραιότητα –δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να χτίζουμε όπως στο παρελθόν». Αλλωστε, «πέρα από μεσοπρόθεσμα (αλλά όχι απαραίτητα άμεσα) οικονομικά οφέλη», η αειφορία προσδίδει «αρχιτεκτονική ποιότητα στα έργα του τουρισμού και διαμορφώνει συνειδητοποιημένους αρχιτέκτονες, κατασκευαστές και πελάτες».
Στην ελληνική αρχιτεκτονική η ιστορία και το τοπίο αποτέλεσαν τη βάση για την είσοδο της χώρας σε έναν νέο τομέα οικονομικής δραστηριότητας στη μεταπολεμική περίοδο, τον τουρισμό, μια παγκόσμια βιομηχανία στην οποία η Ελλάδα έχει επενδύσει πολλά στην πορεία προς την ανάκαμψη. Η δραματική αύξηση του αριθμού των τουριστών ωστόσο οδήγησε σε μεγάλης κλίμακας όγκους ξενοδοχείων και σήμερα οι τουριστικές υποδομές καλούνται να σηματοδοτήσουν μια νέα εποχή, συνδέοντας τον άνθρωπο, το περιβάλλον και τον πολιτισμό και αναβαθμίζοντας το τελικό προϊόν και το προφίλ των επισκεπτών. Τόσο οι μικρής κλίμακας κατασκευές στις οργανωμένες ακτές (αναψυκτήρια, αποδυτήρια, εστιατόρια, εγκαταστάσεις camping), τα κτίρια (ξενοδοχεία και θέρετρα) όσο και το συνολικό οικιστικό αποτύπωμα (οικισμοί) και ο τρόπος που αυτό αναπτύσσεται (περισσότερο ή λιγότερο σχεδιασμένα ή άναρχα) «αποτελούν πολύ σημαντική πολιτισμική αξία. Σε συνδυασμό με το φυσικό τοπίο, τα αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη πολιτισμική δραστηριότητα συγκροτούν τα κύρια στοιχεία της συνολικής τουριστικής εμπειρίας» σημειώνει.
Τα τελευταία 100 χρόνια «παρατηρούμε μείωση της αρχιτεκτονικής ποιότητας των τοπίων τουρισμού στη διάρκεια των χρόνων αυτών. Από την επταετία της χούντας και μετά, μέσα από «αμφίβολα» δάνεια και επιχορηγήσεις, ο τουρισμός μετασχηματίστηκε σε μαζικό προϊόν και «εκδημοκρατίστηκε». Χιλιάδες ιδιώτες μετατράπηκαν σε μικροεπιχειρηματίες-ξενοδόχους ενοικιαζόμενων δωματίων (rooms to let), μειώνοντας την αξία του παρεχόμενου τουριστικού προϊόντος και, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, αποσυνδέοντάς το από την αρχιτεκτονική. Η κατάσταση αυτή άρχισε να βελτιώνεται τα τελευταία χρόνια, μάλλον και εξαιτίας της κρίσης –η περαιτέρω βελτίωση δεν μπορεί παρά να αποτελεί στόχο για τα χρόνια που έρχονται» εξηγεί ο κ. Αίσωπος.
Οι νέες κατασκευές «θα πρέπει να αναζητούν τη συνύπαρξη με το φυσικό τοπίο –σε μια σχέση αμοιβαίου σεβασμού –και την ευφυή επανερμηνεία των στοιχείων του τόπου στον οποίο αυτές χωροθετούνται» τονίζει. «Η αναζήτηση του ελάχιστου δυνατού περιβαλλοντικού αποτυπώματος δεν μπορεί παρά να αποτελεί προτεραιότητα. Μαζί και η αποφυγή του υπερβολικού, του υπερ-διακοσμημένου ή του φολκλόρ. Ενα νέο ελληνικό αρχιτεκτονικό παράδειγμα, βασισμένο στην αρχιτεκτονική του ελάχιστου, του απαραίτητου, του θεμελιώδους –χαρακτηριστικών του πολιτισμού μας -, πρέπει να διατυπωθεί και να αναπτυχθεί συγκροτώντας τη βάση ενός νέου παραδείγματος τουριστικής ανάπτυξης».
Στις σύγχρονες τουριστικές υποδομές που ξεχωρίζει περιλαμβάνονται έργα δημόσιου χώρου, κυρίως στην Αθήνα, που ξεκίνησαν με την ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων και συνεχίζονται και σήμερα. «Αυτά προσφέρουν νέους χώρους περιπάτου και αναψυχής, τόσο για τους κατοίκους όσο και για τους τουρίστες, συγκροτώντας τον αστικό τουρισμό, τον τουρισμό των πόλεων». Αναφέρεται στον αρχαιολογικό περίπατο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου και της Αποστόλου Παύλου «που απέκτησε πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια για την πόλη μετά την ολοκλήρωση του νέου Μουσείου της Ακρόπολης το 2009», την πλατεία Μοναστηρακίου που ολοκληρώθηκε το 2008 και «το πολύ σημαντικό έργο του Πάρκου του Φαληρικού Μετώπου, του οποίου η κατασκευή θα ξεκινήσει στο αμέσως επόμενο διάστημα και το οποίο θα καθορίσει το πρόσωπο της Αθήνας προς τη θάλασσα». Προσθέτει ακόμη «την εξαιρετική Νέα Παραλία της Θεσσαλονίκης που μόλις ολοκληρώθηκε». Ενώ «σημείο καμπής για τον ρόλο της Αθήνας ως τουριστικού προορισμού σε διεθνές επίπεδο θα αποτελέσει η ανάπλαση του χώρου του παλαιού αεροδρομίου του Ελληνικού και το 2.000 στρεμμάτων πάρκο που αυτή θα περιλαμβάνει».

«Αδρανή» κτίρια
«Υπεραξία» τα Ξενία

Για το «κουρασμένο» κτιριακό απόθεμα «χρειάζονται πολιτικές αρχιτεκτονικού εκσυγχρονισμού» τονίζει ο κ. Αίσωπος. Και συμπληρώνει ότι «δεν θα πρέπει απλώς να στοχεύσουμε στον σχεδιασμό και την κατασκευή νέων κτιρίων, αλλά και στον εκσυγχρονισμό του ήδη υπάρχοντος «αδρανούς» κτιριακού αποθέματος, ιδιαίτερα αυτού των δεκαετιών του ’70 και του ’80, δεκαετιών κατά τις οποίες έλαβε χώρα η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση της δυναμικότητας σε δωμάτια και κλίνες ανά ξενοδοχειακή μονάδα σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο». Στόχος είναι πλέον «η επανάχρηση και επανακατοίκηση ερειπωμένων, εγκαταλελειμμένων και ημιτελών κτιρίων που παραμένουν σε αναμονή», αφού πρώτα «τα μετασχηματίσουμε με ευρηματικό τρόπο» λέει.Καθοριστικής σημασίας είναι τα Ξενία, πολλά από τα οποία βρίσκονται ήδη σε διαδικασία αξιοποίησης, για να μετατραπούν σε μπουτίκ ξενοδοχεία, μέσω πώλησης ή μακροχρόνιας μίσθωσης από το ΤΑΙΠΕΔ. «Τα Ξενία αποτελούν πολιτισμική κληρονομιά, κατά συνέπεια θα πρέπει να αποκατασταθούν και να επαναλειτουργήσουν διατηρώντας ακέραια την αρχιτεκτονική τους φυσιογνωμία», υποστηρίζει. «Η αρχιτεκτονική τους είναι συγκεκριμένη, λιτή, ενδεχομένως αυστηρή, δεν μπορεί να είναι ανοικτή σε αλλοιώσεις και ανούσιες προσθήκες εξωραϊσμού, που ο εκάστοτε ξενοδόχος αποφασίζει να πραγματοποιήσει». Υπογραμμίζει εξάλλου ότι η αξιοποίησή τους «θα πρέπει να βασιστεί» στο «εξαιρετικό δείγμα ελληνικής μοντέρνας αρχιτεκτονικής του ’60 με τεράστια υπεραξία», χωρίς την εκτίμηση της οποίας «δεν μπορούν να ανταγωνιστούν άλλα ξενοδοχεία στο επίπεδο των παροχών». Αυτό «μπορεί να επιτευχθεί ευκολότερα αν τα Ξενία γίνουν αντιληπτά και αντιμετωπιστούν ως μια ευρύτερη αρχιτεκτονική ομάδα και όχι ως μεμονωμένα ξενοδοχεία» καταλήγει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ