Σήμα κινδύνου εκπέμπουν για πολλοστή φορά οι βιομήχανοι και εξαγωγείς για το υψηλό κόστος της ενέργειας που ουσιαστικά θέτει τις ελληνικές επιχειρήσεις εκτός ανταγωνισμού. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, την ώρα που στην ελεύθερη αγορά της Ευρώπης οι τιμές του φυσικού αερίου κυμαίνονται μεταξύ 6-7 δολαρίων ανά 1 εκατομμύριο BTU (ΜMBTU), στην Ελλάδα το τιμολόγιο της ΔΕΠΑ σε συνδυασμό με τους βαρείς ειδικούς φόρους οδηγούν τις τελικές τιμές σε διπλάσιο ύψος από το μέσο ευρωπαϊκό κόστος αερίου.
Μεγαλύτερο πρόβλημα για το σύνολο της ελληνικής βιομηχανίας δημιουργεί το γεγονός ότι ακόμη δεν έχουν φτάσει στην αγορά οι μειωμένες κατά 15% τιμές του φυσικού αερίου από τη ΔΕΠΑ μετά την τελευταία συμφωνία με την Gazprom.
Σύμφωνα με ειδικούς, το κύριο πρόβλημα είναι ο τρόπος υπολογισμού της τιμής του αερίου και η σύνδεσή του με τις τιμές του πετρελαίου. Η νέα τιμή φυσικού αερίου την οποία υπέγραψε η ΔΕΠΑ συνδέεται 100% με τις τιμές προϊόντων πετρελαίου. Η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες που έχουν δεχθεί τέτοιους όρους από την Gazprom. H ουσία είναι ότι το πρόβλημα για την ελληνική οικονομία εξακολουθεί να είναι μεγάλο, παρά τις κυβερνητικές προσπάθειες που έγιναν για την εξομάλυνση της αγοράς και τη μείωση της τιμής.
Το ιστορικό
Οπως είναι γνωστό, το καλοκαίρι του 2013 σε συνέντευξη Τύπου του ρώσου πρωθυπουργού Ντμίτρι Μεντβέντεφ στη Μόσχα για τις τιμές φυσικού αερίου που πληρώνουν οι ευρωπαϊκές εταιρείες και τις επιστροφές που έλαβαν μετά από διαπραγματεύσεις με την Gazprom ή μετά από αποφάσεις διαιτησίας αποκαλύφθηκε με τον πλέον επίσημο τρόπο ότι η Ελλάδα πληρώνει 30%-35% ακριβότερα το φυσικό αέριο που προμηθεύεται από την Gazprom σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Στη συνέχεια τον Φεβρουάριο του 2014, έπειτα από 12 μήνες επαναδιαπραγματεύσεων του συμβολαίου της ΔΕΠΑ με την Gazprom, προέκυψε νέα τιμή με έκπτωση περίπου 15%, η οποία θα ίσχυε αναδρομικά από την 1η Ιουλίου του 2013. Οι νέοι όροι θα ισχύουν ως το 2026 και ανά πάσα στιγμή έχει δικαίωμα η ΔΕΠΑ να κάνει εκ νέου διαπραγμάτευση, εφόσον οι συνθήκες στην αγορά έχουν μεταβληθεί σημαντικά.
Η νέα τιμή φυσικού αερίου, την οποία υπέγραψε η ΔΕΠΑ αρχές του 2014, και με την οποία αγοράζει η Ελλάδα, συνδέεται 100% με τις τιμές προϊόντων πετρελαίου. Εδώ βρίσκεται το πρόβλημα. Η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες που έχουν δεχθεί τέτοιους όρους από την Gazprom. Στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες για το 60% των ποσοτήτων φυσικού αερίου που παραλαμβάνονται προβλέπεται σύνδεση των τιμών με αυτές που διαμορφώνονται στην ελεύθερη αγορά. Μόνο δε για το 40% των ποσοτήτων προβλέπεται σύνδεση με τις τιμές του πετρελαίου.
Οπως επισημαίνεται, η συμφωνία της ΔΕΠΑ με την Gazprom επιβαρύνει την ελληνική βιομηχανία με ένα δυσανάλογο της Ευρώπης ενεργειακό κόστος, την ώρα που η ΔΕΠΑ διατηρεί την κερδοφορία της. Χαρακτηριστικά το 2013 τα κέρδη της ΔΕΠΑ διαμορφώθηκαν σε 146,7 εκατ. έναντι 133,4 εκατ. ευρώ το 2012.
Υπερπροσφορά
Στη διεθνή αγορά υπάρχει υπερπροσφορά φυσικού αερίου λόγω αύξησης της παραγωγής σε περιοχές του κόσμου όπως η Αυστραλία και οι ΗΠΑ με το shale gas, αλλά και μείωσης της ζήτησης κυρίως στην Ευρώπη. Η υπερπροσφορά αυτή οδηγεί σε μείωση των τιμών. Συνεπώς, ευνοούνται τα συμβόλαια στα οποία οι τιμές της αγοράς έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα στη φόρμουλα καθορισμού της τιμής. Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα, ενώ στην ελεύθερη αγορά της Ευρώπης οι τιμές του φυσικού αερίου κυμαίνονται μεταξύ 6-7 δολαρίων ανά 1 εκατομμύριο BTU, στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων και των ειδικών φόρων, φτάνουν τα 14 δολάρια ανά 1 εκατομμύριο BTU, είναι δηλαδή ουσιαστικά διπλάσιες.
Την ίδια στιγμή μάλιστα που οι διευθύνοντες σύμβουλοι των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών κατασκευαστικών βιομηχανιών (ifiecEurope) συνυπογράφουν κείμενο μανιφέστο ζητώντας εξισορρόπηση της ευρωπαϊκής πολιτικής για ενέργεια και κλίμα, με στόχο την ενίσχυση της βιομηχανίας. Μεταξύ άλλων, επισημαίνουν ότι στην Ευρώπη οι τιμές του φυσικού αερίου είναι τρεις φορές υψηλότερες από τις ΗΠΑ. Δηλαδή ήδη η μέση τιμή 6-7 δολάρια ανά 1 εκατομμύριο BTU στην Ευρώπη είναι μη ανταγωνιστική με αυτή των ΗΠΑ.
Τροχοπέδη
Τα αποτελέσματα έχουν άμεσο αρνητικό αντίκτυπο στις ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις, δεδομένου ότι το κόστος αυτό αποτελεί τροχοπέδη για τη διεθνή ανταγωνιστικότητά τους, καθώς δεν μπορούν να ανταγωνιστούν ξένες επιχειρήσεις οι οποίες έχουν χαμηλότερο ενεργειακό κόστος. Παράλληλα, οι ελληνικές βιομηχανίες βρίσκονται σε δύσκολη θέση καθώς δεν έχουν δει ακόμη τη συμφωνημένη έκπτωση από τη ΔΕΠΑ στα τιμολόγια για το αέριο που λαμβάνουν από την επιχείρηση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ