Επιστροφή στην κανονικότητα σήμανε για τις προθεσμιακές καταθέσεις η πρώτη έκδοση ομολόγου από το Δημόσιο, σε συνδυασμό με την υποχώρηση των spreads του ελληνικού χρέους, τη σημαντική μείωση των επιτοκίων στα έντοκα γραμμάτια και τη διαφαινόμενη ολοκλήρωση και του δεύτερου κύκλου ανακεφαλαιοποίησης του κλάδου αποκλειστικά με προσέλκυση κεφαλαίων από τον ιδιωτικό τομέα.

Οι εξελίξεις αυτές ανοίγουν τον δρόμο στα πιστωτικά ιδρύματα για τη σταδιακή επανασύνδεσή τους με τις διεθνείς αγορές και για τον επαναπατρισμό καταθέσεων από το εξωτερικό, προς εξασφάλιση της απαραίτητης για τη λειτουργία τους ρευστότητας.
Εφόσον τα πράγματα κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, άμεσες θα είναι οι επιπτώσεις στους όρους διάθεσης των λογαριασμών προθεσμίας στην εγχώρια αγορά, οι αποδόσεις των οποίων αναμένεται να κινηθούν έντονα πτωτικά.
Αναπροσαρμογή


Από τις αρχές Απριλίου η πλειονότητα των συστημικών ομίλων προχώρησε σε αναπροσαρμογή των επιτοκίων των «κλειστών» καταθέσεων έπειτα από περίπου πέντε μήνες σταθεροποίησης σε επίπεδα λίγο χαμηλότερα του 3%. Οι αλλαγές αυτές περιελάμβαναν περικοπές στα επιτόκια διάρκειας ως και 3 μηνών, ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις καταγράφηκε άνοδος των αποδόσεων σε προγράμματα με μεγαλύτερο διάστημα ωρίμασης.
Πρόκειται για κινήσεις προσαρμογής της καμπύλης των επιτοκίων στα νέα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας ώστε να αποκτήσει εκ νέου θετική κλίση. Ακόμη και σήμερα δεν λείπουν οι περιπτώσεις που τα επιτόκια είναι χαμηλότερα στις μεγαλύτερης διάρκειας καταθέσεις σε σχέση με τις πιο βραχυπρόθεσμες. Αυτή η στρέβλωση, που καταγράφεται σε περιόδους με έντονα πτωτικές προσδοκίες για το κόστος χρήματος, αποκαθίσταται σταδιακά.
Εξάλλου οι τράπεζες έχουν αρχίσει το επαναλανσάρισμα προθεσμιακών καταθέσεων με διάρκεια μεγαλύτερη των 12 μηνών δίνοντας τη δυνατότητα στους πελάτες τους να «κλειδώσουν» ένα σίγουρο εισόδημα για μια περίοδο που μπορεί να φτάσει ως και τον ενάμιση χρόνο.
Παράλληλα εξακολουθεί να παρέχεται στην πλειονότητα των προγραμμάτων η δυνατότητα πρόωρης ανάληψης των κεφαλαίων της κατάθεσης πριν από τη λήξη της χωρίς κανένα κόστος ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Στην ουσία ο καταθέτης διασφαλίζει την αυτόματη ανανέωση της κατάθεσής του ανά μήνα ή τρίμηνο έχοντας διασφαλίσει το επιτόκιό του για μια περίοδο που μπορεί να φτάσει ως και τους 18 μήνες.
«Δεν τελειώσαμε»


Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερα δημοφιλή έχουν καταστεί εκ νέου τα προϊόντα με αυξανόμενο επιτόκιο ανά περίοδο εκτοκισμού, το οποίο λειτουργεί ως κίνητρο για την παραμονή του πελάτη στην τράπεζα, παρά τη δυνατότητά του για δωρεάν ανάληψη των αποταμιεύσεών του. Πρόκειται για μία ακόμη σημαντική αλλαγή σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο, κατά τη διάρκεια του οποίου πολλά προθεσμιακά προγράμματα διετίθεντο με μειούμενες ανά περίοδο εκτοκισμού αποδόσεις, προεξοφλώντας την γενικότερη πτωτική τάση των επιτοκίων στην ελληνική αγορά.
Τραπεζικοί κύκλοι πάντως σημειώνουν ότι η μείωση της ανταμοιβής των καταθετών δεν έχει τελειώσει. Οσο θα βελτιώνεται η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία και θα διευρύνονται οι δυνατότητες πρόσβασης Δημοσίου και τραπεζικού κλάδου στις αγορές κεφαλαίου και χρήματος τόσο θα υποχωρούν και οι αποδόσεις αντικατοπτρίζοντας τον μειωμένο κίνδυνο που συνεπάγεται ο δανεισμός κεφαλαίων από τους καταθέτες στις τράπεζες. Σε κάθε περίπτωση στόχος των διοικήσεών τους αποτελεί η υποχώρηση του μέσου κόστους άντλησης ρευστότητας από την καταθετική βάση κάτω από 2% μέσα στην εφετινή χρονιά.
Με βάση τα επίσημα στοιχεία που έχει δώσει στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδος, η μέση απόδοση των νέων προθεσμιακών καταθέσεων με διάρκεια ως και ένα έτος που συνάφθηκαν τον περασμένο Φεβρουάριο διαμορφώθηκε στο 2,80%, παραμένοντας σταθερή για τέταρτο συνεχή μήνα.
Η διαφορά πάντως σε σχέση με τις αντίστοιχες περιόδους του 2013 είναι σημαντική. Για παράδειγμα, τον Φεβρουάριο του 2013, μόλις έναν χρόνο πριν, το αντίστοιχο επιτόκιο διαμορφωνόταν στο 4,50%. Στο διάστημα που μεσολάβησε από τότε ως σήμερα οι τρεις από τις τέσσερις τράπεζες πέτυχαν την ανακεφαλαιοποίησή τους με ιδιωτικά κεφάλαια μετά την ανακοίνωση των πρώτων stress tests από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Η ευκαιρία για υψηλή ανταμοιβή
  • Η «διόρθωση» της καμπύλης των επιτοκίων στις προθεσμιακές καταθέσεις διάρκειας 3 ως 12 μηνών με την προσφορά αποδόσεων που αυξάνονται όσο μεγαλώνει ο χρόνος ωρίμανσης του προϊόντος δημιουργεί ένα παράθυρο ευκαιρίας στα νοικοκυριά να «κλειδώσουν» μια υψηλή ανταμοιβή για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα.
  • Στο πλαίσιο αυτό μπορούν να επιλέξουν μια κατάθεση 12, 15 ή 18 μηνών, η οποία από τη μία πλευρά θα τους διασφαλίζει ένα υψηλό επιτόκιο και από την άλλη θα τους παρέχει την ευχέρεια να προχωρήσουν σε ανάληψη των κεφαλαίων τους, αν κριθεί απαραίτητο, χωρίς καμία ποινή.
  • Ετσι, αν τα επιτόκια κινηθούν τους επόμενους μήνες πτωτικά, με βάση το επικρατέστερο σενάριο, οι καταθέτες θα έχουν διασφαλίσει μια υψηλότερη απόδοση για ένα διάστημα που μπορεί να φτάσει ως και το τέλος του 2015.
  • Από την άλλη πλευρά, αν οι προσδοκίες αυτές διαψευστούν και οι προθεσμιακές καταθέσεις γίνουν εκ νέου πιο ελκυστικές, οι πελάτες των τραπεζών θα έχουν τη δυνατότητα να «σπάσουν» το παλαιό προϊόν και να επιλέξουν ένα αποδοτικότερο.
  • Σημειώνεται πάντως ότι για την «οικονομικότερη» αναπροσαρμογή της στρατηγικής των καταθετών απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η δυνατότητα πρόωρης ανάληψης των κεφαλαίων της κατάθεσης χωρίς ποινή, η οποία παρέχεται συνήθως την ημέρα καταβολής των τόκων.


Στο προσκήνιο και πάλι τα εγγυημένα προϊόντα
Στροφή των αποταμιευτών σε πιο αποδοτικές μορφές επενδύσεων διαβλέπουν οι τράπεζες

Η μείωση των επιτοκίων από τις τράπεζες στους λογαριασμούς προθεσμίας έχει συνδυαστεί με το σταδιακό λανσάρισμα όλο και πιο σύνθετων επενδυτικών προϊόντων. Τα τμήματα ανάπτυξης επενδυτικών προγραμμάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων θέλουν να καλύψουν το κενό που δημιουργείται στην αγορά από την υποχώρηση των επιτοκίων με τη δημιουργία νέων εναλλακτικών μορφών αποταμίευσης / επένδυσης.
Στο πλαίσιο αυτό στο στόχαστρο των τραπεζών θα βρεθούν ιδιώτες που θέλουν να διεκδικήσουν μια υψηλότερη των προθεσμιακών καταθέσεων απόδοση αναλαμβάνοντας ένα συγκεκριμένο επίπεδο ρίσκου τόσο ως προς το αρχικό κεφάλαιο της επένδυσης όσο και ως προς το τελικό κέρδος της τοποθέτησης. Τραπεζικά στελέχη κάνουν λόγο κυρίως για προγράμματα χαμηλού και μέσου κινδύνου τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο ενός ισορροπημένου χαρτοφυλακίου, συμβατού με το προφίλ του καθενός.
Τα προγράμματα εγγυημένου κεφαλαίου αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Με αυτά ο καταθέτης έχει εξασφαλισμένο τουλάχιστον το αρχικό του κεφάλαιο και σε κάποιες περιπτώσεις μια ελάχιστη εγγυημένη απόδοση, η οποία αυξάνεται ανάλογα με την πορεία των συνδεδεμένων με το προϊόν δεικτών. Η απόδοση είναι είτε προκαθορισμένη, εφόσον η πρόβλεψη επαληθευθεί, είτε ανάλογη της πορείας του δείκτη αναφοράς. Σε αυτή τη φάση οι τράπεζες θα προωθήσουν κυρίως προγράμματα βραχυπρόθεσμης διάρκειας, με ένα ελάχιστο κέρδος και με την προοπτική μιας υψηλής για τα δεδομένα της εποχής απόδοσης αν το στοίχημα «βγει».
Εξάλλου υψηλότερες αποδόσεις, οι οποίες μπορεί να ανέρχονται ακόμη και σε πενταπλάσια επίπεδα των αντιστοίχων που προσφέρουν οι λογαριασμοί προθεσμίας, δίδονται στους επενδυτές μέσω προγραμμάτων που συνδυάζονται με αμοιβαία κεφάλαια. Πρόκειται για επενδυτικά προϊόντα προκαθορισμένης διάρκειας και διαμορφούμενου με βάση το προφίλ του επενδυτή κινδύνου. Οι αποδόσεις τους για ένα ποσοστό της συνολικής επένδυσης είναι ιδιαίτερα ελκυστικές, αλλά ταυτοχρόνως ενέχουν το ρίσκο απώλειας μέρους του αρχικού κεφαλαίου.
Αυτό συμβαίνει διότι τα χρήματα κατανέμονται μεταξύ μιας προθεσμιακής κατάθεσης μικρής διάρκειας με υψηλό επιτόκιο και αμοιβαίων κεφαλαίων. Ετσι ο επενδυτής έχει μηδενικό ρίσκο και εξασφαλισμένη απόδοση για ένα μέρος του κεφαλαίου του αλλά το υπόλοιπο εκτίθεται στους κινδύνους των αγορών μέσω των αμοιβαίων κεφαλαίων που υποχρεωτικά αγοράζει. Βασικό πλεονέκτημα των σύνθετων προϊόντων είναι ότι ο επενδυτής έχει τη δυνατότητα επιλογής του είδους του αμοιβαίου κεφαλαίου (ομολογιακό, μεικτό, μετοχικό, fund of funds).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ