Το ελαιόλαδο θα αποτελέσει το προϊόν-βάση στο οποίο μπορεί να στηριχθεί η επαναλειτουργία του Χρηματιστηρίου Εμπορευμάτων στον Πειραιά, ενός θεσμού που χάθηκε εδώ και δύο δεκαετίες.
Τη Δευτέρα παρουσιάστηκε στην ΕΧΑΕ η μελέτη για το Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων Ελαιολάδου από το Ινστιτούτο Μελετών της ΕΣΕΕ και το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιά. Οπως επισημάνθηκε, η σημασία της ίδρυσης Χρηματιστηρίου Εμπορευμάτων Ελαιολάδου θα είναι μεγάλη τόσο για την αγορά και το σύνολο της ελληνικής οικονομίας όσο και για τη βελτίωση και την ανταγωνιστικότητά της, αφού θα ενισχύσει τη διαφάνεια στις συναλλαγές, φέρνοντας τον παραγωγό πιο κοντά στον τελικό αγοραστή, και θα εδραιώσει συγκεκριμένες τιμές σε όλη την αλυσίδα.
Από τη μελέτη διαπιστώθηκε ότι η Ελλάδα διαθέτει όχι μόνο σημαντικό όγκο προϊόντος για τη δημιουργία Χρηματιστηρίου Εμπορευμάτων –το οποίο λειτουργούσε στον Πειραιά από το 1924, ώσπου να κλείσει το 1993 –αλλά και ποικιλίες ελαιολάδου αρίστης ποιότητας που μπορούν να στηρίξουν μια ολόκληρη αγορά και να προκαλέσουν ενδιαφέρον από όλον τον κόσμο.
Βασικές διαπιστώσεις


Ως προς την παραγωγική δυνατότητα της χώρας μας, σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου, η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη θέση σε παγκόσμια κλίμακα με 310.000 τόνους το 2011-2012, παρουσιάζοντας αύξηση της τάξεως του 3,3%.
Οσον αφορά την τρέχουσα χρονιά 2012-2013, οι εκτιμήσεις του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου αναφέρουν ότι η παραγωγή θα αυξηθεί κατά 22%.
Στη λεκάνη της Μεσογείου πρώτη σε παραγωγή είναι η Ισπανία με 1.614.300 τόνους το 2011-12, ενώ η Ιταλία για την ίδια χρονιά είχε 450.000 τόνους. Οι δύο χώρες μαζί με την Ελλάδα κατέχουν το 97% της παραγωγής στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ενώ σε παγκόσμια κλίμακα το ποσοστό τους ξεπερνά το 70%.
Το ελληνικό ελαιόλαδο υπερέχει σε όρους ποιότητας, αφού τα 3/4 της ελληνικής παραγωγής είναι εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, έναντι 45% της ιταλικής και 30% της ισπανικής.
Ο κύριος όγκος των ελληνικών εξαγωγών ελαιολάδου κατευθύνεται προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (80%) με μέση αξία 2,371 ευρώ/κιλό. Το 60% των ελληνικών εξαγωγών είναι σε χύμα μορφή στην Ιταλία.
Εξάγεται το 50%


Η Ελλάδα εξάγει σχεδόν το 50% του ελαιολάδου που παράγει. Το 75% των συνολικών εξαγωγών ελαιολάδου από την Ελλάδα έχει προορισμό την Ιταλία.
Η Ιταλία εισάγει από την Ελλάδα το 37,5% της συνολικής ποσότητας ελαιολάδου που παράγεται στην Ελλάδα.
  • Το 39% της συνολικής ποσότητας των εισαγωγών ελαιολάδου στην Κίνα προέρχεται από την Ιταλία και μόνο το 7% από την Ελλάδα.
  • Το 53,5% της συνολικής ποσότητας των εισαγωγών ελαιολάδου στις ΗΠΑ προέρχεται από την Ιταλία και μόνο το 1,5% από την Ελλάδα!
  • Το 62% της συνολικής ποσότητας των εισαγωγών ελαιολάδου στη Ρωσία προέρχεται από την Ισπανία, το 25% από την Ιταλία και μόνο το 6% από την Ελλάδα.
Ποιοτική υπεροχή


Η ποιοτική υπεροχή του ελληνικού ελαιολάδου, η σημαντική ποικιλομορφία και η διαφοροποίηση της εγχώριας παραγωγής και η αναγνώριση της διατροφολογικής αξίας του διεθνώς αποτελούν σημαντικούς παράγοντες για την επιτυχία του εγχειρήματος. Δεδομένου ότι η ελληνική παραγωγή, υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν είναι δυνατόν να αυξηθεί αισθητά και ότι οι εξαγωγές γίνονται κυρίως σε μορφή χύμα, στόχος είναι να μεταβληθούν οι όροι εμπορίας του, αυξάνοντας την προστιθέμενη αξία του, έτσι ώστε να αυξηθούν όσο γίνεται περισσότερο τα έσοδα από τη διάθεσή του στο εξωτερικό.
  • Τα είδη του ελαιολάδου που προτείνεται να μπουν αρχικά στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων είναι το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, με τις κατηγορίες ΠΟΠ και ΠΓΕ. Και αυτό γιατί είναι τα προϊόντα που θα πάρουν υπεραξία από τη διαπραγμάτευσή τους.
  • Το εθνικό θεσμικό πλαίσιο κατηγοριοποίησης, εμπορίας, πιστοποίησης είναι εναρμονισμένο με το ευρωπαϊκό και φαινομενικά δεν τίθεται ανάγκη επιπλέον ενεργειών σε αυτόν τον τομέα.
  • Το υφιστάμενο δίκτυο αποθήκευσης είναι παραδοσιακό και τα αποθέματα του ελαιολάδου βρίσκονται είτε στις αποθήκες των εταιρειών παραγωγής και τυποποίησης είτε στις αποθήκες των χονδρεμπόρων. Η κάλυψη των αναγκών του Χρηματιστηρίου Εμπορευμάτων δύναται να καλυφθεί από υφιστάμενο και οργανωμένο 3PL με εγκαταστάσεις αποθήκευσης σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κρήτη και Πελοπόννησο.
Η ιστορία


Το 1868 χτίστηκε στον Πειραιά χρηματιστηριακό μέγαρο, προτού καν ιδρυθεί το πρώτο Ελληνικό Χρηματιστήριο. Συγκεκριμένα, τον Νοέμβριο του 1868 το Δημοτικό Συμβούλιο ενέκρινε πρόταση του δημάρχου Τρύφωνα Μουτζόπουλου για την ίδρυση χρηματιστηρίου. Για τον σκοπό αυτόν δόθηκε άδεια σύναψης δανείου. Επειτα από λίγους μήνες, μέσα στο 1869, η συγκεκριμένη απόφαση του Δήμου Πειραιά εγκρίθηκε με βασιλικό διάταγμα.
Κατά παράδοξο τρόπο όμως αυτό το διάταγμα δεν θεσμοθετούσε την ίδρυση χρηματιστηρίου στον Πειραιά. Απλώς έδινε την έγκριση για την ανέγερση χρηματιστηριακού μεγάρου, στο οποίο θα λειτουργούσε το χρηματιστήριο.
Ακολούθως ο Πειραιάς απέκτησε λαμπρό χρηματιστηριακό οικοδόμημα, χωρίς όμως να έχει εξασφαλίσει άδεια λειτουργίας χρηματιστηρίου στην πόλη.
Το Πειραϊκό Χρηματιστήριο θεσμικά ιδρύθηκε με νόμο έξι χρόνια περίπου μετά την απόφαση του δήμου για ανέγερση χρηματιστηριακού μεγάρου και είναι το πρώτο χρηματιστήριο που ιδρύεται στην Ελλάδα. Το σχετικό ΒΔ του 1875 ενέκρινε επιτέλους τη θεσμική λειτουργία χρηματιστηρίου στο μέγαρο, που είχε προκατασκευαστεί για αυτόν τον σκοπό. Ταυτόχρονα ανέθετε στον υπουργό Εσωτερικών τη σύνταξη εσωτερικού κανονισμού για το χρηματιστήριο και καθόριζε τον αριθμό μεσιτών και χρηματιστών. Στο πρώτο ελληνικό χρηματιστήριο του Πειραιά, το 1875, εκτός από λίγες μετοχές, γινόταν και διαπραγμάτευση εμπορευμάτων.
Από το 1924 λειτουργούσε αποκλειστικά ως Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων, παράλληλα με το Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων της Θεσσαλονίκης, ώσπου να κλείσει.
Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 19 Νοεμβρίου 2013

HeliosPlus