Συνολικό ποσό 2,7 εκατ. ευρώ έχει επενδύσει σε τρία πολλά υποσχόμενα start-ups από τον Απρίλιο του 2013, όταν και ξεκίνησε τη λειτουργία του, το Odyssey Jeremie Partners Fund, που τελεί υπό τη διοίκηση των κκ. Σπύρου Τραχάνη και Θανάση Καλέκου και εδρεύει σε Αθήνα και Καλιφόρνια, αντίστοιχα.
Οι πρώτες επιχειρήσεις που έλαβαν χρηματοδότηση από το Odyssey PV παρουσιάζουν καινοτομίες και ενδιαφέρον. Η πρώτη είναι η eConais, μια εταιρεία υψηλής τεχνολογίας η οποία εδρεύει σε Πάτρα και Καλιφόρνια και παράγει Wi-Fi συστήματα χαμηλής ενεργειακής κατανάλωσης, προοριζόμενα για το «διαδίκτυο των πραγμάτων». Η δεύτερη είναι το ελληνικών συμφερόντων Swapdom, το οποίο αναπτύσσεται στο εξωτερικό και φιλοδοξεί να αποτελέσει μια παγκόσμια πλατφόρμα ανταλλαγών στο πλαίσιο της συμμετοχικής οικονομίας του Διαδικτύου.
To τρίτο start-up είναι η ελληνικών συμφερόντων Pinnata, η οποία έχει παρουσία σε Καλιφόρνια και Αθήνα και έχει αναπτύξει μια καινοτόμο κινητή εφαρμογή ανταλλαγής διαδραστικών μηνυμάτων. Σημειωτέον ότι στη συγκεκριμένη επένδυση τοποθέτησε κεφάλαια το PJ Tech Catalyst του ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς.
Το Odyssey PV είναι το Jeremie Fund με τη μεγαλύτερη «δύναμη πυρός», η οποία φθάνει τα 30 εκατ. ευρώ. Το 70% των κεφαλαίων του χρηματοδοτείται από το πρόγραμμα Jeremie (Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων, ΕΣΠΑ) και το υπόλοιπο 30% από θεσμικούς επενδυτές, εκ των οποίων «anchor» είναι η Eurobank. Το ταμείο αναμένεται ως το τέλος του 2013 να ανακοινώσει άλλες δυο-τρεις νέες επενδύσεις, ενώ στόχος του είναι ως το 2015 να διαθέτει χαρτοφυλάκιο 15-20 καινοτόμων εταιρειών.

«Η κατάσταση είναι καλύτερη από ό,τι περιμέναμε»
λέει στο «Βήμα της Κυριακής» ο κ. Τραχάνης, υπογραμμίζοντας την ποιοτική διαφοροποίηση του ελληνικού τεχνολογικού οικοσυστήματος σε σχέση με το παρελθόν, καθώς πλέον υπάρχει εκείνο το ανθρώπινο δυναμικό που ανήκει στο παγκόσμιο εταιρικό γίγνεσθαι, διαθέτει επαρκή δικτύωση και επιχειρηματική εξωστρέφεια.
Μάλιστα, σε σχέση με τις αρχικές προσδοκίες των ιδρυτών του, ο κ. Τραχάνης εντοπίζει ως μεγαλύτερη διαφορά την ορθή αντίληψη της λειτουργίας της αγοράς από τα νέα παιδιά, που επιχειρούν και παράγουν ψηφιακές εφαρμογές. Ωστόσο σημειώνει ότι υπάρχει πολύ έδαφος που πρέπει να καλυφθεί στην επιχειρηματική ωριμότητα, η οποία, όπως λέει, αποτελεί ζήτημα παραστάσεων, αν και αναγνωρίζει ότι το συγκεκριμένο κενό συχνά καλύπτεται από τον δυναμισμό και την ορμή των νέων επιχειρηματιών. «Η λογική μας είναι μακροπρόθεσμη και θέλουμε να φτιάξουμε serial entre-preneurs, που είτε πετύχουν είτε αποτύχουν θα συσσωρεύσουν εμπειρία και θα έχουν τη δυναμική για ένα επόμενο ξεκίνημα» τονίζει.
Ο συνιδρυτής του Odyssey PV σημειώνει ότι η νέα δομή της ελληνικής οικονομίας δεν χρειάζεται μόνο εξωστρέφεια, αλλά και διασπορά σε αρκετούς σύγχρονους κλάδους, με τις τεχνολογικές υπηρεσίες να εξελίσσονται σε πυλώνα αυτής της προσπάθειας. «Η προστιθέμενη αξία βρίσκεται στην υπηρεσία, τον σχεδιασμό και το λογισμικό» εξηγεί και συμπληρώνει ότι η τεχνολογία αποτελεί κλάδο κατά κανόνα καλοπληρωμένο, με μισθούς που κυμαίνονται υψηλότερα από τις μέσες απολαβές στην Ελλάδα.
Επίσης, όπως λέει, η τεχνολογία μπορεί να αποτελέσει παράγοντα εκσυγχρονισμού και μετασχηματισμού της οικονομίας και θα ήταν ωφέλιμο να χρησιμοποιηθούν διάφορες μέθοδοι προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης καινοτομιών από νέες επιχειρήσεις τόσο από τον δημόσιο όσο και από τον ιδιωτικό τομέα, με τα αποτελέσματα να έχουν εν τέλει πολλαπλασιαστικά οφέλη. «Μπορούν να γίνουν πάρα πολλά πράγματα για να έρθουν start-ups και να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους, αν θεσμοθετηθεί ένα ανοιχτό παιχνίδι, ακόμη και χωρίς χρήματα» εξηγεί.
Παράλληλα, ο συνιδρυτής του Odyssey VP παρατηρεί ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να διαπρέψει στο μοντέλο του «nearsourcing», δηλαδή της ανάθεσης του υπεργολαβικού τεχνολογικού έργου, που φεύγει πια από την Ινδία και έρχεται στην περιφέρεια της Ευρώπης, εγγύτερα στα κέντρα σχεδιασμού των πολυεθνικών ομίλων. Ηδη, όπως σημειώνει, η Τσεχία και η Ουγγαρία έχουν συγκεντρώσει πλήθος τέτοιων επενδύσεων.
Ο κ. Τραχάνης υπογραμμίζει ότι τα κεφάλαια που θα επενδύσει το Odyssey θα είναι ένα κλάσμα της συνολικής χρηματοδότησης που θα χρειαστούν τα start-ups για την ανάπτυξή τους. «Στατιστικά ένα start-up για να φτάσει εκεί που πρέπει να φτάσει, θα χρειαστεί διψήφιο ποσό εκατομμυρίων» λέει και συμπληρώνει ότι ο σχεδιασμός του Venture Capital οφείλει να προβλέπει όλους τους γύρους χρηματοδότησης που θα χρειαστεί να κάνει μια εταιρεία για να μεγαλώσει. «Με αυτή τη λογική τα λεφτά είναι λίγα» εξηγεί και σημειώνει ότι οι εταιρείες που θα χρηματοδοτηθούν από τα τέσσερα Jeremie Funds θα χρειαστούν περισσότερα κεφάλαια από τα διαθέσιμα. Γι’ αυτόν τον λόγο, συνεχίζει, προσελκύονται διεθνείς επενδυτές, προκειμένου να συμμετάσχουν στους γύρους χρηματοδότησης, ανεβάζοντας τόσο το στάτους των εταιρειών όσο και αυτό της χώρας.

Η πίεση της κρίσης
Η εποχή απαιτεί συμμετοχικό παιχνίδι

Ο κ. Τραχάνης διαπιστώνει με χαρά ότι γίνεται συνείδηση στα νέα παιδιά η λογική «think big», καθώς αναγνωρίζει ότι πλέον σκέφτονται έξω από τα όρια της εσωτερικής αγοράς και αποδέχονται την ανάληψη αυτού του επιχειρηματικού ρίσκου. Ωστόσο διακρίνει ότι συχνά ακόμη και σε αυτά τα νέα σχήματα επιβιώνει η αντίληψη του «αφεντικού», τη στιγμή που οι σύγχρονες επιχειρηματικές ανάγκες απαιτούν ομαδικό, διαφανές και ανοιχτό, συμμετοχικό παιχνίδι.
Το άλλο πρόβλημα που παρατηρεί είναι ότι η πλειονότητα των επιχειρηματικών ιδεών της ελληνικής αγοράς εξακολουθεί να κινείται γύρω από τις καταναλωτικές υπηρεσίες (B2C). Ωστόσο η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι οκτώ στις δέκα περιπτώσεις επιτυχούς αποεπένδυσης έρχονται από τις υπηρεσίες προς τις επιχειρήσεις (B2B).
Ο κ. Τραχάνης αποδίδει το φαινόμενο στην έλλειψη μεγάλων επιχειρηματικών σχημάτων στην Ελλάδα, αν και σημειώνει ότι αυτό μπορεί να διορθωθεί με τη συγκρότηση διεθνών επιχειρήσεων και με το άνοιγμα του ιδιωτικού τομέα σε συνεργασίες με start-up. Παράλληλα υπογραμμίζει τη σημασία απλών μεταρρυθμίσεων που μπορούν να επιτρέψουν σε τεχνολογικές επιχειρήσεις να συμβαδίσουν με το διεθνές περιβάλλον.
Ο κ. Τραχάνης παραδέχεται ότι η πίεση που ασκεί η κρίση κάνει την κοινωνία να αναζητεί διεξόδους, όμως προειδοποιεί ότι η επιχειρηματικότητα είναι δύσκολος δρόμος.
Επίσης παρατηρεί ότι το Venture Capital, το οποίο έχει ζωή 15 ετών στην Ελλάδα, έχει καταφέρει να δημιουργήσει ορισμένες επιτυχημένες εταιρείες, ένα σημαντικό τεχνολογικό υπόβαθρο και μια υπερπολύτιμη μαγιά που κρατάει ανοιχτές τις θύρες της Ελλάδας στο διεθνές περιβάλλον. «Τα επόμενα τρία χρόνια έχουμε μια ιστορική ευκαιρία. Διαθέτουμε τα κεφάλαια, τα μέσα και το κλίμα. Το βήμα που μας δίδεται είναι τεράστιο» καταλήγει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ