O πρόεδρος της γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας (Bundesbank) Γενς Βάιντμαν επιμένει πως η αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής στην αντιμετώπιση της κρίσης είναι περιορισμένη, και μπορεί να δοθεί μόνο με δομικές μεταρρυθμίσεις.

Όσον αφορά τον χρηματοπιστωτικό τομέα, ο Γ.Βάιντμαν υπογραμμίζει πως πρέπει να κοπούν οι «υπερβολικά στενοί» δεσμοί των τραπεζών με το κρατικό χρέος και να περιοριστεί η έκθεσή τους σε αυτό, μαζί με τη δημιουργία κοινού πλαισίου που θα κάνει δυνατή τόσο τη συντεταγμένη χρεοκοπία χωρών όσο και τη συντεταγμένη διάλυση χρηματοπιστωτικών οντοτήτων.

Σε ομιλία του στην Αιξ-αν-Προβένς την Κυριακή, την οποία έδωσε στη δημοσιότητα μερικές ώρες πριν την εκφωνήσει, ο πρόεδρος της Bundesbank αναφέρει πως «η νομισματική πολιτική έχει ήδη κάνει πολλά για να απορροφήσει τις οικονομικές επιπτώσεις της κρίσης, αλλά δεν μπορεί να λύσει την κρίση, και αυτή είναι και η γραμμή συναίνεσης στο Διοικητικό Συμβούλιο [της ΕΚΤ]».

Η κρίση, συνέχισε, ανέδειξε δομικές ελλείψεις «οι οποίες και απαιτούν δομικές λύσεις». Επαναλαμβάνοντας σε αυτό το σημείο τα λόγια του Μάριο Ντράγκι, ο Βάιντμαν τονίζει πως «οι δομικές μεταρρυθμίσεις μπορεί να θίγουν κατεστημένα συμφέροντα, αλλά θα ενίσχυαν σαφώς την αποτελεσματικότητα, την ανταγωνιστικότητα και, ναι, και τη δικαιοσύνη των οικονομιών μας».

Παρουσιάζοντας τη δική του προσέγγιση στην κρίση, ο Βάιντμαν αναφέρει πως η κρίση μπορεί να αναγνωστεί ως κρίση κρατικού χρέους, κρίση ισοζύγιου πληρωμών και οικονομική κρίση «αλλά για να εξηγηθεί, υπάρχει μία βασική οικονομική αρχή: πως οι άνθρωποι αντιδρούν σε κίνητρα».

Και εξηγεί λέγοντας πως στην περίπτωση της Ευρώπης, «έμμεσες εγγυήσεις για τράπεζες και κράτη οδήγησαν τους μετόχους, τους επενδυτές, τις κυβερνήσεις και τους ψηφοφόρους να αγνοήσουν ή να ανησυχήσουν λιγότερο για τον πιστωτικό κίνδυνο».

Όσον αφορά τις έμμεσες εγγυήσεις για τα κράτη, ο Βάιντμαν υποιστηρίζει πως «μία πραγματική δημοσιονομική ένωση θα ήταν δρόμος προς την εγκαθίδρυση ενός πλαισίου που εξισορροπεί την ανάληψη ευθύνης και τον έλεγχο, ένα σενάριο στο οποίο ο έλεγχος και το δικαίωμα παρέμβασης θα μεταφερόταν σε ευρωπαϊκό επίπεδο».

Με αυτήν την προϋπόθεση, μεγαλύτερη αμοιβαιοποίηση του χρέους «θα ήταν εφικτή και ίσως και δικαιολογημένη», συνεχίζει. Ωστόσο, δεν βλέπει κάτι τέτοιο να τυγχάνει προς το παρόν υποστήριξης στις ευρωπαϊκές ηγεσίες ή στην κοινή γνώμη, αναφέροντας ως ενδεικτικό παράδειγμα την απάντηση του γάλλου προέδρου στη σύσταση της Κομισιόν για μεταρρυθμίσεις πως «δεν θα μας υπαγορεύσει τι πρέπει να κάνουμε».

Έτσι, μόνος τρόπος είναι η ενίσχυση του πλαισίου που θέτουν οι Ευρωπαϊκές Συνθήκες, με αυστηρότερους δημοσιονομικούς κανονισμούς -τους οποίους «και η Γερμανία αγνόησε στο παρελθόν», όπως αναφέρει- και κυρίως πραγματική εφαρμογή τους.

«Επιπλέον, πρέπει να διασφαλίσουμε πως σε ένα σύστημα εθνικού ελέγχου και ευθύνηση, η χρεοκοπία κρατών θα είναι δυνατή χωρίς κατάρρευση του οικονομικού συστήματος» τόνιζει, καθώς «μόνο τότε θα απομακρύνουμε πραγματικά τις έμμεσες εγγυήσεις για τα κράτη».

Για να επιτευχθεί αυτό, συνεχίζει, «πρέπει να κόψουμε τους υπερβολικά στενούς δεσμούς μεταξύ τραπεζών και κρατών». «Σήμερα, οι ευρωπαϊκές τράπεζες διακρατούν πάρα πολλά ομόλογα των δικών τους χωρών, επειδή οι τράπεζες δεν χρειάζεται να κρατούν κεφάλαια ως εγγυήσεις» λέει.

«Για να αντισταθμιστεί η υπερβολική επένδυση σε κρατικά ομόλογα, πρέεπι να αλλάξουμε τους κανονισμούς ώστε αυτά το ρίσκο αυτών των ομολόγων να αξιολογείται επαρκώς και να περιορίσουμε την έκθεση των τραπεζών σε αυτά, όπως ήδη συμβαίνει με τους ιδιώτες επενδυτές» σημειώνει.