Οι καιροί ου μενετοί, υπενθύμισαν χθες Τετάρτη οι ιθύνοντες των Βρυξελλών, σημειώνοντας πως σε περιόδους αστάθειας η αναβλητικότητα δεν είναι η καλύτερη μέθοδος αντιμετώπισης των προβλημάτων.
Υπογράμμισαν, δε, μέσω αξιωματούχου της ευρωζώνης που ήθελε να κρατήσει την ανωνυμία του, ότι το συμφέρον της Ελλάδας είναι να έλθει η κυβέρνηση σε συμφωνία με την τρόικα εντός των προσεχών ημερών, ούτως ώστε το Eurogroup της Δευτέρας να εγκρίνει την τμηματική (σε τρεις δόσεις) εκταμίευση των 8,1 δισ. ευρώ που βάσει της δανειακής σύμβασης η Ελλάδα έχει λαμβάνειν για το τρέχον τρίμηνο.
Στην αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν υπάρξει συμφωνία, οι διαβουλεύσεις θα ξαναρχίσουν περί το τέλος του Σεπτεμβρίου, η Ελλάδα θα καλύψει τις άμεσες ανάγκες της προσφεύγοντας στον όχι ιδιαιτέρως συμφέροντα βραχυχρόνιο δανεισμό και στην αθέτηση κάποιων ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων και το μέλλον θα είναι σε γενικές γραμμές αβέβαιο. Αβέβαιο υπό την έννοια ότι, όπως όλα δείχνουν, το φθινόπωρο το ελληνικό ζήτημα θα τεθεί εκ νέου επί τάπητος και η διαβούλευση επί ενός ακόμη προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας είναι εξαιρετικά πιθανή.
Ετσι, το ενδεχόμενο να εμπλακεί, επί παραδείγματι, το θέμα της εκταμίευσης των 8,1 δισ. ευρώ στις ευρύτερες διαβουλεύσεις της ευρωζώνης με το ΔΝΤ για το θέμα της βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους ή των εσόδων από τις αποκρατικοποιήσεις, κάθε άλλο παρά μπορεί να αποκλεισθεί. Κάτι που, όπως σημείωνε χθες στις Βρυξέλλες ο αξιωματούχος του Eurogroup, η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να επιδιώξει.
Σύμφωνα με τον ίδιο αξιωματούχο, το μείζον πρόβλημα που υφίσταται στις διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με την τρόικα δεν είναι άλλο παρά αυτό της λεγόμενης κινητικότητας των 12.500 υπαλλήλων του Δημοσίου. Το γεγονός ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν μπορούν να αποφασίσουν να θέσουν στο καθεστώς της κινητικότητας έναν περιορισμένο, σε σχέση με το μέγεθος του ελληνικού δημόσιου τομέα, αριθμό δημοσίων υπαλλήλων, προβληματίζει σε μεγάλο βαθμό τα ηγετικά κλιμάκια των Βρυξελλών, εκ των οποίων πολλοί ανησυχούν για την πολιτική σταθερότητα στη χώρα.
Το ενδεχόμενο πρόωρης προσφυγής στις κάλπες και γενικώς πολιτικής αστάθειας στις λεγόμενες χώρες της περιφέρειας της ευρωζώνης, όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία, είναι μάλλον εφιαλτικό για τους ιθύνοντες της ΕΕ, οι οποίοι θεωρούν πως η ευρωπαϊκή οικονομία βρίσκεται στην παρούσα φάση και για μια σειρά λόγων σε εξαιρετικά ευαίσθητο σημείο.
Η πρόσφατη απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ να αποκλιμακώσει τις χρηματοδοτικές ενισχύσεις που εγκαινίασε με το ξέσπασμα της κρίσης οδήγησε έπειτα από πολύ καιρό στην άνοδο των επιτοκίων δανεισμού των χωρών της ευρωζώνης, όπως άλλωστε και η ομιχλώδης κατάσταση που υπάρχει ως προς το τι μέλλει γενέσθαι από το φθινόπωρο στη Γερμανία, τόσο από πολιτικής απόψεως όσο και σε σχέση με τις αποφάσεις που θα λάβει το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο αναφορικά με οικονομικές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Τούτων δοθέντων, η προσδοκία των Βρυξελλών είναι να αποφευχθούν τουλάχιστον ώς τον Σεπτέμβριο οι εντάσεις στο εσωτερικό της ευρωζώνης. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος για τον οποίο οι ιθύνοντες της ευρωζώνης αντέδρασαν έντονα χθες έναντι του ενδεχομένου να προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές στην Πορτογαλία.
Κατά πάσα πιθανότητα, δε, προκειμένου να αποφύγουν ανάλογες εξελίξεις στην Ελλάδα, έχουν αποφασίσει την εκταμίευση των δανείων με το σταγονόμετρο, δηλαδή ανά μήνα, ούτως ώστε να μην υπάρχει η ελάχιστη δυνατότητα παροχών προεκλογικού τύπου.

Προσδοκία των Βρυξελλών, του Βερολίνου και άλλων ευρωπαϊκών πρωτευουσών είναι να υπάρξει νηνεμία στην ευρωζώνη ώς το φθινόπωρο και στη συνέχεια να εκτιμήσουν ποιες είναι οι οικονομικές αποφάσεις που απαιτούνται για την κάλυψη των χρηματοδοτικών κενών των «αδύναμων κρίκων», ορισμένα εκ των οποίων ήταν αναμενόμενα, άλλα όμως όχι.