Εσοδα άνω των 2 δισ. ευρώ θα μπορούσε να αντλήσει το Ελληνικό Δημόσιο από την αξιοποίηση των κατεχομένων δημοσίων κτημάτων σε μια κρίσιμη περίοδο κατά την οποία η κυβέρνηση επιθυμεί να επαναδιαπραγματευθεί το μνημόνιο. Το σχέδιο νόμου με θέματα τις «Ρυθμίσεις κατεχομένων ακινήτων του Δημοσίου και άλλες διατάξεις» που τακτοποιεί αυτές τις εκκρεμότητες είναι έτοιμο και βρίσκεται στα χέρια του υπουργείου Οικονομικών από τις αρχές Φεβρουαρίου, αλλά για άγνωστους λόγους καθυστερεί η κατάθεσή του στη Βουλή. Μικρή λεπτομέρεια: το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων για το 2013 προβλέπει έσοδα 2,5 δισ. ευρώ.
Η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας αποτελεί μια διαχρονική προσπάθεια των κυβερνήσεων, καμία όμως δεν προχώρησε πέρα από την προσπάθεια προκειμένου να προστατεύσει την περιουσία του Δημοσίου, με αποτέλεσμα τα περισσότερα από τα δημόσια κτήματα και τα μουσουλμανικά ανταλλάξιμα να βρίσκονται υπό την κατοχή ιδιωτών.
Ο επίτιμος γενικός διευθυντής Εθνικών Κληροδοτημάτων και Δημόσιας Περιουσίας του υπουργείου Οικονομικών κ. Π. Πιλάτης επισημαίνει ότι τα ακίνητα που θα προσφερθούν για εξαγορά μέσω του σχεδίου για τις «Εκποιήσεις Αυθαιρέτως Κατεχομένων Δημοσίων Κτημάτων» δεν έχουν σχέση με τα κατά καιρούς αναφερόμενα «φιλέτα» του Δημοσίου. Πρόκειται για ακίνητα εντός ή εκτός σχεδίου, τα οποία κατέχονται ακόμη και για πάνω από 60 έτη και οι κάτοχοί τους έχουν υποβάλει στο Δημόσιο αιτήσεις εξαγοράς τους, σύμφωνα με τους κατά καιρούς ισχύοντες νόμους (Α.Ν. 1539/1938, Ν. 3800/1957, Α.Ν. 263/1968 και Ν. 719/1977).
Το φαινόμενο των καταπατήσεων δημοσίων κτημάτων άρχισε από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, η ακίνητη περιουσία του οποίου απετέλεσε αντικείμενο αυθαίρετων καταπατήσεων εκ μέρους ιδιωτών. Το αποτέλεσμα ήταν να εμπλέκεται το Δημόσιο σε ατέρμονους δικαστικούς αγώνες, πολλές φορές να χάνει σημαντικά ακίνητα, αλλά και όταν δικαστικά δικαιώνεται, λόγω της πολύχρονα παγιωθείσας πραγματικής κατάστασης και του κοινωνικού κόστους, να μην μπορεί να αποβάλει τους καταπατητές.
Σήμερα βρίσκεται σε ισχύ ο τελευταίος νόμος 719/1977, ο οποίος είναι προφανές ότι περιέχει απηρχαιωμένες διατάξεις, και όχι μόνο επειδή άλλαξε το νόμισμα από δραχμή σε ευρώ. Οι προϋποθέσεις που θέτει είναι αυστηρές και προβλέπουν ότι ο αυθαίρετος κάτοχος κατά την εξέταση της αίτησης εξαγοράς ακινήτου του Δημοσίου πρέπει να μην έχει ακίνητη περιουσία ανώτερη των 50 εκατ. δρχ., ήτοι 146.700 ευρώ, ή μέσο ετήσιο εισόδημα τα τρία προηγούμενα έτη μεγαλύτερο των 7 εκατ. δρχ., ήτοι 20.543 ευρώ. Και μόνο η αύξηση των αντικειμενικών αξιών, τα τελευταία χρόνια, αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για την πλειονότητα των ενδιαφερομένων.
Παρ’ όλα αυτά, με βάση τα στοιχεία που απέστειλαν οι κτηματικές υπηρεσίες στη Διεύθυνση Δημόσιας Περιουσίας, εκτιμάται ότι μόνο στο Λεκανοπέδιο Αττικής εκκρεμούν προς εξέταση τουλάχιστον 3.000 αιτήσεις εξαγοράς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της κτηματικής υπηρεσίας, έχουν καταγραφεί σε όλη την Ελλάδα 19.007 κατεχόμενα ακίνητα, η αξία των οποίων ανέρχεται σε 1.941.717.194,38 ευρώ. Σε αυτά δεν υπολογίζονται τα 4.500 κατεχόμενα στη Δωδεκάνησο και τα περίπου 25.000 μουσουλμανικά ανταλλάξιμα ακίνητα σε όλες τις Κτηματικές Υπηρεσίες του Δημοσίου, η αξία των οποίων ανέρχεται σε πολλά εκατομμύρια.
Κατόπιν τούτων είναι φανερό γιατί επείγει η αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου ώστε όπως επισημαίνει ο κ. Πιλάτης στην επιστολή του προς τον υπουργό Οικονομικών, «το Δημόσιο να αποδεσμευθεί απ’ όσα καταπατημένα ακίνητα δεν είναι αναγκαία για την εξυπηρέτηση των κρατικών σκοπών, να ελευθερωθούν οι αρμόδιες υπηρεσίες και τα δικαστήρια από σημαντικό αριθμό συνεχών δικών και εξόδων, να εισρεύσουν στον προϋπολογισμό σημαντικά ποσά από την εκποίηση των ακινήτων αυτών».

Αζήτητες σχολάζουσες κληρονομιές

Το Δημόσιο θα μπορούσε να αντλήσει έσοδα δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ
Πηγή εσόδων δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ για το Δημόσιο θα μπορούσαν να είναι τα κληροδοτήματα και οι σχολάζουσες κληρονομιές. Το σχετικό νομοσχέδιο βρίσκεται στα συρτάρια του υπουργείου Οικονομικών από τις 27 Δεκεμβρίου 2012 (αρ. πρωτ. 013033).
Συγκεκριμένα στις 6 Σεπτεμβρίου 2011 συνεδρίασε η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και ενέκρινε το νομοσχέδιο «Περιουσίες υπέρ κοινωφελών σκοπών, υπέρ του Δημοσίου και σχολάζουσες κληρονομιές», το οποίο στη συνέχεια εστάλη στο γραφείο του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών κ. Π. Οικονόμου για να ολοκληρωθεί η διαδικασία. Το νομοσχέδιο δεν κατατέθηκε στη Βουλή εξαιτίας του ανασχηματισμού και της προκήρυξης εκλογών.
Πριν από λίγο καιρό ο κ. Ι. Στουρνάρας έδωσε εντολή να συγκροτηθεί στο υπουργείο Οικονομικών επιτροπή αποτελούμενη από οκτώ μέλη, με πρόεδρο τον πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του κράτους Χρ. Μητκίδη, προκειμένου να συντάξει ξανά άλλο σχέδιο νόμου.
Επίσης ο κ. Χρ. Σταϊκούρας έφτιαξε μια ομάδα εργασίας στο Γενικό Λογιστήριο αποτελούμενη από δέκα μέλη, στην οποία εκλήθη και ο κ. Πιλάτης, με μοναδικό αντικείμενο να καταθέσει προτάσεις επί του σχεδίου νόμου μόνο για το κομμάτι που αφορά τις σχολάζουσες κληρονομιές, με συντονιστή τον καθηγητή της Γεωπονικής Σχολής κ. Χρ. Αυγουλά.
Ο επίτιμος γενικός διευθυντής του υπουργείου Οικονομικών, ο οποίος συμμετείχε και στην προηγούμενη επιτροπή που είχε επεξεργαστεί το σχέδιο νόμου, όπως ήταν αναμενόμενο, ενημέρωσε τα μέλη της νέας ομάδας εργασίας κατά τη διάρκεια συνεδρίασης που συγκάλεσε στο γραφείο του ο κ. Σταϊκούρας ότι υπάρχει ήδη ολοκληρωμένο σχέδιο νόμου στο οποίο περιλαμβάνονται και οι σχολάζουσες κληρονομιές και ότι το μόνο που απομένει είναι να αποσταλεί προς ψήφιση στη Βουλή.
Επιπλέον έστειλε επιστολή και προς τον κ. Στουρνάρα στην οποία επισημαίνει μεταξύ άλλων:

«Αυτό το σχέδιο νόμου το είχα αποστείλει στο γραφείο σας μαζί με το νομοσχέδιο για τα κατεχόμενα ακίνητα, αυτά όμως επεστράφησαν από το γραφείο σας στη γενική διευθύντρια Δημόσιας Περιουσίας».

«Εχω λοιπόν τη γνώμη»
συνεχίζει «ότι τόσο εσείς όσο και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών κ. Χρήστος Σταϊκούρας δεν θα προβαίνατε σε συγκρότηση παράλληλων επιτροπών για το σχέδιο νόμου αν είχατε ενημερωθεί. Εν όψει των ανωτέρω, σας υποβάλλω ξανά το εν λόγω σχέδιο νόμου».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ