Σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες αποδεικνύεται το plan B που αναζητεί η κυπριακή κυβέρνηση. Κατ΄αρχάς η λύση θα πρέπει να εξασφαλίζει το σύνολο ή μέρος των 5,8 δισ. ευρώ που θα προέκυπταν από την επιβολή τέλους στις καταθέσεις.
Επιπλέον θα πρέπει να ικανοποιεί το Βερολίνο, το οποίο επέμενε στο «κούρεμα» των καταθέσεων _έστω και πάνω των 100.000 ευρώ όπως υποστηρίζει ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Βολφγκανγκ Σόιμπλε_ προκειμένου να δωθεί ένα «μάθημα» τους επενδυτές ότι η τοποθέτηση χρημάτων σε οικονομικά ασθενείς χώρες, με κίνητρο τη χαμηλή φορολογία και τις υψηλές αποδόσεις, έχει υψηλό ρίσκο.
Είναι αλήθεια ότι η Κύπρος έχει γίνει αντικείμενο προεκλογικής, πολιτικής αντιπαράθεσης στη Γερμανία, με το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα της Ανγκελα Μέρκελ να εγκλωβίζεται στο θέμα του φορολογικού παραδείσου και του υπερβολικά μεγάλου για το μέγεθος της χώρας τραπεζικού τομέα, ο οποίος πρέπει να συρρικνωθεί γιατί εγκυμονεί κινδύνους για την κυπριακή οικονομία.
Στο πλαίσιο αυτό εκτιμάται ότι η όποια λύση προταθεί από την κυπριακά πλευρά, για να γίνει αποδεκτή από το Βερολίνο, θα πρέπει να εμπεριέχει την «τιμωρία», έτσι όπως την αντιλαμβάνονται στο γερμανικό υπουργείο Οικονομικών. Διαφορετικά, οι κατηγορίες ότι η γερμανική κυβέρνηση ενήργησε ερασιτεχνικά στην περίπτωση της Κύπρου θα επιβεβαιωθούν κάτι που δεν επιθυμεί προεκλογικά το κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών, το οποίο μπορεί να κατηγορηθεί και για όλη του τη στάση στη διαχείριση της κρίσης που έχει οδηγήσει σε βαθειά ύφεση τον ευρωπαϊκό νότο.
Επιπλέον, το plan B θα πρέπει να αποτελεί αυτό που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και προτίστως το ΔΝΤ αποκαλούν βιώσιμη λύση για το χρέος. «Εγκειται πλέον στις κυπριακές αρχές να παρουσιάσουν μια λύση η οποία να σέβεται το κριτήριο της βιωσιμότητας του χρέους», δήλωσε ο εκπρόσωπος της Κομμισιόν Ολιβιέ Μπαγί, διαβάζοντας ανακοίνωση του εκτελεστικού οργάνου της Ε.Ε. Με βάση τους όρους της συμφωνία του περασμένου Σαββάτου, το χρέος της Κύπρου αναμένεται να φτάσει στο 100% του ΑΕΠ το 2020.
Βεβαίως το ύψος του χρέους είναι συνάρτηση των κεφαλαιακών αναγκών των κυπριακών τραπεζών, οι οποίες υπολογίστηκαν με βάση την έκθεση της Pimco, της διεθνούς ελεγκτικής εταιρείας που διενήργησε σχετική μελέτη για λογαριασμό των κυπριακών αρχών. Τώρα, οι εκτιμήσεις της Pimco θεωρούνται από πολλούς υπερβολικές και πως διογκώνουν αναίτια τις κεφαλαιακές ανάγκες των κυπριακών τραπεζών, κάνοντας παραδοχές για μεγάλη και παραταιταμένη ύφεση.
Στο πλαίσιο αυτό, η κυπριακή πλευρά εξετάζει το ενδεχόμενο να συστήσει μια ιδιωτική εταιρεία ειδικού σκοπού στην οποία θα μεταβιβαστούν περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου και μελλοντικά έσοδα από το φυσικό αέριο. Με εγγύηση τα στοιχεία αυτά, η εταιρεία θα εκδόσει ομόλογα, τα οποία θα πωληθούν τόσο στη κυπριακή όσο και τη διεθνή αγορά.
Ως ιδιωτική η εταιρεία δεν θα επιβαρύνει το δημόσιο χρέος της χώρας. Τα ομόλογα θα μπορούσαν να αγοράσουν τα πλεονασματικά ασφαλιστικά ταμεία της χώρας καθώς επίσης η εκκλησία και εγχώριοι ιδιώτες επενδυτές όπως και ξένοι επενδυτές π.χ. Ρώσοι, που έχουν συμφέροντα στη Μεγαλόνησο.
Επιπλεόν εξετάζεται η διάσπαση των τραπεζών σε «καλή» και «κακή» τράπεζα (good bank – bad bank), έτσι ώστε να απαλλαγούν από τα «κακά» στοιχεία των ισολογισμών τους, να μπορέσουν να χρηματοδοτηθούν από την αγορά και να εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του κλάδου, που αποτελεί βασικό πυλώνα της οικονομίας και ευημερίας της Κύπρου.
Σε κάθε περίπτωση, τα σχέδια της κυπριακής πλευράς θα πρέπει να γίνουν αποδεκτά από την ΕΕ και το ΔΝΤ στο πλαίσιο που αναφέρεται παραπάνω, πράγμα που θεωρείται δύσκολη υπόθεση.
Υπό το πρίσμα αυτό εκτιμάται ότι οι διαπραγματεύσεις θα είναι πολυήμερες και όπως σημειώνεται θα διεξάγονται υπό την πίεση ότι η οι τράπεζες θα παραμένουν κλειστές, φλερτάροντας με τη χρεοκοπία από την οποία οι καταθέτες, κύπριοι και αλλοδαποί, θα χάσουν περισσότερα.