Στον αυστηρό έλεγχο των πρακτικών των οίκων αξιολόγησης τόσο έναντι των κρατών όσο και έναντι των ιδιωτών αποσκοπεί η νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία που υπερψήφισε χθες το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Στόχος της ΕΕ είναι σταδιακώς και με χρονικό ορίζοντα το 2020 να αποδεσμευτούν οι διαδικασίες λήψης των οικονομικών αποφάσεων από τις εκθέσεις των τριών μεγάλων οίκων αξιολόγησης, Standard & Poor’s, Moody’s και Fitch οι οποίοι ελέγχουν το 90% της αγοράς.

Ειδικότερα, για να μειωθεί η υπερβολική εξάρτηση από τις αξιολογήσεις, τα κράτη μέλη της ΕΕ παροτρύνουν τα πιστωτικά ιδρύματα και τις εταιρίες επενδύσεων να αναπτύξουν τις δικές τους αξιολογήσεις κινδύνου, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εξετάσει το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός πλήρως ανεξάρτητου δημοσίου ευρωπαϊκού οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

Επίσης από το 2020 η ευρωπαϊκής νομοθεσία δεν θα αναφέρεται στις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας για ρυθμιστικούς σκοπούς, ενώ θα καταργηθούν όλες οι διατάξεις οι οποίες προβλέπουν την υποχρέωση να λαμβάνονται υπόψη οι εξωτερικές αξιολογήσεις πριν τις επενδύσεις ή πριν την παροχή επενδυτικών συμβουλών.

Με τη νέα νομοθεσία η βασική υποχρέωση που επιβάλλεται στους οίκους αξιολόγησης είναι ότι εφεξής πρέπει να εξηγούν τους βασικούς παράγοντες στους οποίους βασίζονται οι αξιολογήσεις τους, ενώ δεν θα μπορούν να κάνουν οποιαδήποτε άμεση ή ρητή σύσταση που αφορά τις οικονομικές πολιτικές κυβερνήσεων.

Οι αξιολογήσεις δημόσιου χρέους θα μπορούν να εκδίδονται τρεις φορές το χρόνο, σε συγκεκριμένες ημερομηνίες που θα δημοσιεύει ο εν λόγω οίκος αξιολόγησης στο τέλος του προηγούμενου έτους. Έτσι, οιεπενδυτές οι οποίοι έχουν βασιστεί σε μία αξιολόγηση κατά την αγορά ή πώληση ενός αξιολογούμενου μέσου, θα μπορούν να ασκήσουν προσφυγή εφόσον ο οίκος παραβιάσει τους κανόνες που ορίζει η νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία.

Σημαντική εξέλιξη που αλλάζει τα δεδομένα για τους οίκους είναι ότι εφεξής θα πρέπει να απέχουν από την έκδοση αξιολογήσεων, ή να αποκαλύπτουν ότι οι αξιολογήσεις τους μπορεί να επηρεαστούν, στις περιπτώσεις όπου ένας μέτοχος ή ένα μέλος τους το οποίο κατέχει τουλάχιστον το 10% του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου του εν λόγω οίκου έχει επενδύσει στην αξιολογούμενη επιχείρηση (κράτος ή φορέα).