Η αμιγώς οικονομική κρίση δεν είναι το μόνο πρόβλημα που ταλανίζει την Ευρώπη. Οι αποσχιστικές τάσεις και τα κόμματα που ζητούν «περισσότερη ελευθερία των λαών» και εν τέλει πλήρη ανεξαρτησία των αυτόνομων περιφερειών ενισχύθηκαν σημαντικά την περασμένη χρονιά. Για τους Καταλανούς, τους Σκωτσέζους και τους Φλαμανδούς το «έτος της κρίσης» θα είναι το 2014, όταν θα κληθούν να στείλουν (με εκλογές ή δημοψηφίσματα) ένα σαφές μήνυμα υπέρ ή κατά της αλλαγής των ως σήμερα γνωστών συνόρων. Στον ίδιο δρόμο φιλοδοξούν να βαδίσουν οι θιασώτες της ανεξαρτησίας στη χώρα των Βάσκων και στον ιταλικό Βορρά. Τα κινήματα που ζητούν ανεξαρτησία τροφοδοτούνται εμφανώς από την παρατεταμένη ύφεση και τη «διχόνοια» που αυτή φέρνει ανάμεσα στις πλούσιες και στις φτωχές περιοχές κάθε χώρας. Η πολιτική της σκληρής λιτότητας που εφαρμόζεται στη Βρετανία, στο Βέλγιο, στην Ιταλία και στην Ισπανία ασφαλώς δεν είναι ασύνδετη με την αναμόχλευση του τοπικισμού ή ακόμη και του εθνικισμού. Ωστόσο οι φυγόκεντρες δυνάμεις στην Ευρώπη που διαπερνούν οριζόντια το πολιτικό φάσμα Αριστεράς – Δεξιάς έχουν βαθιές ρίζες που δεν πρόκειται να κοπούν εύκολα. Ακόμη και αν η δημιουργία νέων κρατιδίων μεσούσης της κρίσης κρίνεται από τους πιο ψύχραιμους παρατηρητές ως πράξη αυτοτιμωρίας για όσους την αποτολμήσουν.
Στα μέσα Δεκεμβρίου το κυβερνών κόμμα Σύγκλιση και Ενωση (CiU) και η Δημοκρατική Αριστερά της Καταλωνίας (ERC) ανακοίνωσαν τη συμφωνία τους για τη διοργάνωση δημοψηφίσματος στην αυτόνομη περιφέρεια της Ισπανίας μέσα στο 2014. Το ερώτημα στο οποίο θα κληθούν να απαντήσουν οι Καταλανοί δεν είναι άλλο από αυτό της ανεξαρτησίας, η οποία αποτελεί αίτημα και των δύο (αντιτιθέμενων κατά τα άλλα) κομμάτων. Είχε προηγηθεί τον Νοέμβριο η προκήρυξη πρόωρων εκλογών από τον Αρτουρ Μας, στις οποίες το κόμμα του βγήκε αποδυναμωμένο διαψεύδοντας τις προσδοκίες του εθνικιστή ηγέτη. Το CiU είδε τις δυνάμεις του να συρρικνώνονται κατακτώντας μόλις 50 από τις 135 έδρες του τοπικού Κοινοβουλίου. Ετσι για να μη ναυαγήσει η ιδέα του δημοψηφίσματος, που επικαλέστηκε ο Μας για να επισπεύσει τις εκλογές, το CiU υποχρεώθηκε σε μια αμφιλεγόμενη συνεργασία με το ακραία αποσχιστικό κόμμα ERC της Αριστεράς, το οποίο πολλαπλασίασε τις έδρες του μετά την τελευταία εκλογική αναμέτρηση.
Η «ανίερη» συμμαχία των δύο κομμάτων μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο υπό το πρίσμα του κοινού σκοπού της ανεξαρτησίας. Διότι, όπως είναι ευνόητο, χωρίζει άβυσσος το πρόγραμμα της καταλανικής Δημοκρατικής Αριστεράς από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική που εφαρμόζει εδώ και δύο χρόνια η κυβέρνηση Μας. Δεν είναι λίγοι άλλωστε οι πολιτικοί αναλυτές που εκτιμούν ότι ο καταλανός πρωθυπουργός «ξέθαψε» το αίτημα της ανεξαρτησίας για να ξεχάσουν οι συμπατριώτες του τα σκληρά μέτρα που έλαβε κατά την τελευταία περίοδο διακυβέρνησης, αλλά και το «πακέτο διάσωσης» που έσπευσε να ζητήσει από τη Μαδρίτη όταν ενεργοποιήθηκε ο «εσωτερικός μηχανισμός στήριξης» των υπερχρεωμένων περιφερειών. Ο δεξιός ηγέτης μπορεί να διατείνεται ότι το δάνειο των 5 δισ. ευρώ που ζήτησε η Βαρκελώνη δεν θα συνοδευθεί από «επαχθείς πολιτικούς όρους», όμως η στήριξη δεν παρέχεται χαριστικά, καθώς προβλέπεται επιτόκιο αντίστοιχο αυτού που ζητούν οι αγορές από την κεντρική κυβέρνηση συν την «προμήθεια» της Μαδρίτης. Οι Καταλανοί θεωρούν ότι πληρώνουν ακριβά την κρίση –και όχι άδικα. Κοινωνικά επιδόματα έχουν περικοπεί, νοσοκομεία αναστέλλουν τη λειτουργία τους ελλείψει χρηματοδότησης και πολλές θέσεις καθηγητών στα σχολεία μένουν κενές λόγω μείωσης των προσλήψεων. Αν όμως αυτά συμβαίνουν στον πλούσιο ισπανικό Βορρά που συγκεντρώνει περισσότερους από 10 εκατομμύρια τουρίστες τον χρόνο, η κατάσταση στις φτωχότερες περιφέρειες της Ανδαλουσίας και της Βαλένθια είναι πολύ χειρότερη. Και προφανώς μια ανεξαρτητοποιημένη Καταλωνία θα είχε μεν περισσότερη ελευθερία αλλά και πολλαπλάσια οικονομικά βάρη στις πλάτες της, τα οποία σήμερα επωμίζονται από κοινού οι Ισπανοί.

Οι Φλαμανδοί προσβλέπουν σε συνομοσπονδία
Το 2013 βρίσκει κερδισμένους και τους φλαμανδόφωνους εθνικιστές του Βελγίου (NVA), οι οποίοι πέτυχαν τον πρώτο από τους τρεις στόχους τους. Το κόμμα του Νεοφλαμανδικού Συνασπισμού ήρθε πρώτο στις δημοτικές εκλογές στην Αμβέρσα τον περασμένο Οκτώβριο και στην εκπνοή του 2012 κατάφερε να σχηματίσει συμμαχία με άλλα δύο κόμματα της Δεξιάς (Χριστιανοδημοκράτες και Φιλελεύθερους). Η σύμπραξη των τριών κομμάτων δεν φέρνει απλώς στη διακυβέρνηση της μεγαλύτερης φλαμανδικής πόλης τους υπέρμαχους της ανεξαρτησίας. Συνιστά το πρώτο βήμα για τη μετατροπή του ομοσπονδιακού κράτους του Βελγίου σε συνομοσπονδία δύο κοινοτήτων, των Φλαμανδών και των γαλλόφωνων Βαλλόνων. Επόμενος στόχος για τους Φλαμανδούς είναι η νίκη των κομμάτων που υποστηρίζουν την ανεξαρτησία στις περιφερειακές και ομοσπονδιακές εκλογές της χώρας το 2014. Υστερα από αυτό το βήμα ο δρόμος θα είναι ανοιχτός για την ενεργοποίηση ενός άρθρου του εθνικού Συντάγματος που βρίσκεται εν υπνώσει και δίνει ακόμη μεγαλύτερες ελευθερίες άσκησης πολιτικής σε κάθε επίπεδο στις περιφέρειες και στις κοινότητες. Πρόκειται βέβαια για μια προοπτική που εγκυμονεί νέους κινδύνους πολιτικής αποσταθεροποίησης στη χώρα η οποία πάσχιζε επί έναν χρόνο να βρει κυβέρνηση ελλείψει προθυμίας των κομμάτων. Δικαίως λοιπόν ο ηγέτης του NVA Μπαρτ ντε Βέμπερ χαρακτήρισε «ιστορική συγκυρία» την πρωτιά του κόμματός του στις περισσότερες εκλογικές περιφέρειας της Φλάνδρας. Στελέχη του νεοφλαμανδικού κόμματος βιάζονται να δρομολογήσουν «διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινοτήτων στην προοπτική μιας συνομοσπονδίας». Από την άλλη πλευρά η γαλλόφωνη κοινότητα μοιάζει να υπερασπίζεται όχι μόνο το υφιστάμενο status quo αλλά και μια «κυβέρνηση των φόρων». Ο ιταλικής καταγωγής γαλλόφωνος πρωθυπουργός Ελιο ντι Ρούπο δεν θέλει να επιβάλει νέες περικοπές εντός του 2013. Ωστόσο ακόμη και στην κοινότητα των γαλλόφωνων δεν υπάρχει απόλυτη ομοφωνία. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ντιντιέ Ρέιντερς δήλωσε προ ημερών ότι «αφού οι Φλαμανδοί δεν θέλουν να πληρώσουν για τις Βρυξέλλες και τους Βαλλόνους, τότε η υιοθέτηση νέων οικονομικών μεταρρυθμίσεων μοιάζει επιβεβλημένη». Κι έτσι, αντίθετα από τις προθέσεις του, έριξε ακόμη περισσότερο νερό στον μύλο των εθνικιστών.
Στη Σκωτία στήνουν κάλπες
Η τοπική κυβέρνηση συμφώνησε με το Λονδίνο για δημοψήφισμα

Ποιος θα πλήρωνε για τη Royal Bank of Scotland αν είχε ανεξαρτητοποιηθεί η Σκωτία; Αυτό το υποθετικό πλην όμως καίριο ερώτημα διετύπωνε η γερμανική έκδοση των «Financial Times» τον περασμένο Οκτώβριο, όταν ο πρωθυπουργός της Σκωτίας Αλεξ Σάλμοντ εμφανιζόταν έτοιμος να οδηγήσει «το Εδιμβούργο στην επιτυχία». Η τοπική κυβέρνηση συμφώνησε με το Λονδίνο να τεθεί σε δημοψήφισμα το 2014 το ζήτημα της ανεξαρτησίας. Ωστόσο ένα κρατίδιο της Σκωτίας θα ήταν εξαιρετικά αδύναμο, όχι μόνο σε πολιτικό επίπεδο αλλά και από οικονομική άποψη. Το παράδειγμα της διασωθείσης από την κεντρική κυβέρνηση τράπεζας θα αρκούσε για να αναθεωρήσει στάση ακόμη και ο πιο φανατικός υπερασπιστής της «ανεξαρτητοποίησης από το Ηνωμένο Βασίλειο». Για να αποφευχθεί η κατάρρευση της RBS το 2009, το Λονδίνο εξαγόρασε την τράπεζα αντί 57 δισ. ευρώ. Ο λογαριασμός που επιμερίστηκαν οι Βρετανοί ξεπέρασε τις 620 στερλίνες, αλλά η κατά κεφαλήν επιβάρυνση θα ήταν πολλαπλάσια αν το κόστος είχαν αναλάβει μόνο οι Σκωτσέζοι. Ωστόσο η απόσχιση αποτελεί ακόμη πολύ μακρινό όνειρο για τους υπέρμαχους της ιδέας, καθώς οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το «ναι» δεν θα κέρδιζε σήμερα περισσότερο από το 30% των ψήφων.

Προς τον μηχανισμό στήριξης με το… καλημέρα!
Η Κροατία από τον Ιούνιο γίνεται το 28ο μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης
Πριν από 21 χρόνια η Κροατία αναγνωρίστηκε επισήμως από τη διεθνή κοινότητα ως ανεξάρτητο κράτος. Εμελλε όμως να περάσει σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα για να ενταχθεί ως πλήρες μέλος στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Στο δημοψήφισμα το οποίο διενεργήθηκε πέρυσι τέτοιες μέρες οι Κροάτες είπαν «ναι» στην ένταξη η οποία όμως θα πραγματοποιηθεί την 1η Ιουλίου. Ωστόσο ούτε η Κροατία αλλά ούτε και η Ευρωπαϊκή Ενωση έχουν την ίδια εικόνα με αυτή που είχαν όταν οι Κροάτες επιθυμούσαν διακαώς την είσοδο στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Η Ευρώπη κλυδωνίζεται από την οικονομική κρίση και η Κροατία φαντάζει ακόμα για τους πιο πεσιμιστές ως η «νέα Ρουμανία» στους κόλπους της ΕΕ. Η βαλκανική χώρα μπορεί να έχει επουλώσει πολλές από τις πληγές που άφησε ο πόλεμος, όμως οι υποδομές, οι θεσμοί και η οικονομία παραμένουν ακόμα μακριά από τις απαιτήσεις των Βρυξελλών. Η τελευταία έκθεση της Κομισιόν επισημαίνει τις σοβαρές καθυστερήσεις σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, τον εκσυγχρονισμό των κρατικών δομών, την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης και την καταπολέμηση της διαφθοράς. Στο Βερολίνο διατυπώνονται ανοιχτά σκέψεις για επιμήκυνση της προενταξιακής διαδικασίας. Ισως για αυτόν τον λόγο η κροατική κυβέρνηση ρίχνει διαρκώς γέφυρες φιλίας προς τη γερμανική καγκελαρία.

«Η Γερμανία αποτελεί για εμάς πρότυπο σε ό,τι αφορά τον ορθολογισμό, την εργατικότητα, ακόμη και το πνεύμα οικονομίας»
δήλωνε προ ολίγων μηνών ο πρωθυπουργός της χώρας Ζόραν Μιλάνοβιτς σε συνέντευξή του στο γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel».
Τα Βαλκάνια είναι ακόμη μακριά από τις Βρυξέλλες
Παρά τις αμφιταλαντεύσεις πολλών ευρωσκεπτικιστών και τους όρους της τελευταίας στιγμής που θέτουν οι επίτροποι των Βρυξελλών στο Ζάγκρεμπ, η ένταξη της Κροατίας στην Ενωση θεωρείται πλέον δεδομένη. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τις υπόλοιπες χώρες που βρίσκονται από χρόνια στο κατώφλι της ΕΕ. Αλλωστε το προηγούμενο της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας οι οποίες εκ των υστέρων κρίθηκαν από τους εταίρους τους «ανέτοιμες» για το ευρωπαϊκό κλαμπ έχει κάνει τους περισσότερους Ευρωπαίους (πολίτες και τεχνοκράτες) να δυσπιστούν ως προς την ικανότητα της ΕΕ να επεκταθεί περαιτέρω προς Ανατολάς.
Για το Μαυροβούνιο ο δρόμος φαίνεται ομαλός. Το παράδοξο είναι ότι το ευρώ αποτελεί ταυτόχρονα πλεονέκτημα και εμπόδιο για τη μικρή χώρα των 500.000 κατοίκων. Και αυτό διότι οι Μαυροβούνιοι χρησιμοποιούν ήδη το ευρωπαϊκό νόμισμα στις καθημερινές τους συναλλαγές, όμως οι παραχαράκτες του κοινού νομίσματος που ανθούν στη χώρα κάνουν τις Βρυξέλλες να φοβούνται για μαζική είσοδο πλαστών χαρτονομισμάτων σε περίπτωση ένταξης στην Ενωση.
Η περίπτωση της Σερβίας μοιάζει αρκετά με αυτή της πΓΔΜ. Η χώρα έχει εκπληρώσει όλες τις πολιτικές προϋποθέσεις μετά και τη «συνεργασία» της για τον εντοπισμό του αρχηγού του στρατού των Σερβοβοσνίων κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Βοσνία Ράτκο Μλάντιτς. Ομως το αγκάθι στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις είναι οι σχέσεις με το γειτονικό Κοσσυφοπέδιο το οποίο δεν αναγνωρίζει το Βελιγράδι. Για τα Τίρανα τα ανοιχτά θέματα είναι η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της διαφθοράς, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας του Τύπου. Στη Βοσνία το πολύπλοκο Σύνταγμα και η ιδιότυπη διαρχία με την αυτοδιοικούμενη Σερβική Δημοκρατία κρατούν τη χώρα μακριά από το «ευρωπαϊκό όνειρο».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ