Η εγχώρια παραγωγή στις μπαταρίες (ή συσσωρευτές) οχημάτων τείνει να εξαφανισθεί μετά τη συνεχή συρρίκνωση της, την τελευταία δεκαετία, σύμφωνα με κλαδική μελέτη της ICAP Group, η οποία τονίζει ότι η ζήτηση για τη συγκεκριμένη αγορά κινείται πτωτικά.
Ο παραγωγικός τομέας του εξεταζόμενου κλάδου έχει υποστεί δραστική συρρίκνωση τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας του έντονου ανταγωνισμού από εισαγόμενα προϊόντα. Κατά συνέπεια, πολλές εταιρείες έχουν σταματήσει την παραγωγική τους δραστηριότητα και τέθηκαν σε αδράνεια, ενώ άλλες παραμένουν στον κλάδο ασχολούμενες πλέον με τις εισαγωγές συσσωρευτών, ή και άλλες δραστηριότητες. Σαν αποτέλεσμα της συνεχούς πτώσης της εγχώριας παραγωγής, στην παρούσα φάση μία μόνο εταιρεία ασχολείται συστηματικά με την εγχώρια παραγωγή συσσωρευτών.
Βασικό χαρακτηριστικό του εισαγωγικού τομέα είναι η ανομοιογένεια, η οποία παρατηρείται στο μέγεθος των επιχειρήσεων, καθώς και στον βαθμό δραστηριοποίησής τους στο εξεταζόμενο προϊόν (εκφραζόμενος σαν ποσοστό το οποίο καταλαμβάνουν οι συσσωρευτές στο συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών). Συγκεκριμένα, στην αγορά λειτουργούν μεγάλες εισαγωγικές εταιρείες, οι οποίες ειδικεύονται στους συσσωρευτές, ενώ επίσης υπάρχουν μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις οι οποίες δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο κλάδο ανταλλακτικών οχημάτων. Παράλληλα λειτουργούν και πολλές μικρότερες επιχειρήσεις οι οποίες εισάγουν συσσωρευτές, είτε σαν αποκλειστική δραστηριότητα, είτε σαν μέρος της ευρύτερης ενασχόλησης τους με το εμπόριο ανταλλακτικών και εξαρτημάτων οχημάτων.
Αναφερόμενη στην εξέλιξη της αγοράς καθώς και στους προσδιοριστικούς παράγοντες της ζήτησης, η διευθύντρια οικονομικών-κλαδικών μελετών της ICAP Group, Σταματίνα Παντελαίου, σημειώνει ότι «η εγχώρια κατανάλωση συσσωρευτών παρουσίασε ανοδική τάση την περίοδο 1996-2008 με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 4,02%. Αντίθετα, την περίοδο 2008-2011, η ζήτηση συσσωρευτών υποχωρεί συνεχώς, με μέσο ετήσιο ρυθμό μείωσης της τάξης του 5%. Οκτώ επιχειρήσεις του κλάδου καλύπτουν το 47-50% του συνόλου της αγοράς το 2011. Ο κυριότερος παράγοντας, ο οποίος καθορίζει τη ζήτηση είναι η εξέλιξη και σύνθεση του στόλου των κυκλοφορούντων οχημάτων. Την περίοδο 1993-2010, ο συνολικός στόλος των κυκλοφορούντων αυτοκινήτων στη χώρα μας αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 5,12%, ανερχόμενος κατά το τέλος του 2010 σε 5.217 χιλ. οχήματα».

Η μπαταρία αυτοκινήτου αποτελεί εξάρτημα η αντικατάσταση του οποίου συνήθως δεν προγραμματίζεται βάσει συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος ή αριθμού διανυθέντων χιλιομέτρων. Οι συσσωρευτές των επιβατικών αυτοκινήτων αντικαθίστανται συνήθως κάθε 3-4 χρόνια, ενώ αυτοί των δικύκλων έπειτα από περίπου 1,5 χρόνο. Η ζήτηση για μπαταρίες επηρεάζεται ως έναν βαθμό από την τιμή πώλησης. Η τιμή πώλησης σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες (π.χ. διαθέσιμο εισόδημα) μπορεί να κατευθύνει τη ζήτηση μεταξύ διαφόρων κατηγοριών ανταλλακτικών και αναλώσιμων αυτοκινήτων, συμπεριλαμβανομένων και των συσσωρευτών.

Πέρα από την ανάλυση της αγοράς, στη συγκεκριμένη μελέτη πραγματοποιείται και χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων συσσωρευτών, με τη χρήση αριθμοδεικτών. Οπως προέκυψε από τον ομαδοποιημένο ισολογισμό βάσει δείγματος επτά αντιπροσωπευτικών εταιρειών, το σύνολο ενεργητικού μειώθηκε κατά 2,33% το 2011 σε σχέση με το προηγούμενο έτος και διαμορφώθηκε σε 19,9 εκατ. ευρώ. Το γεγονός αυτό οφείλεται κυρίως στη μείωση των αποθεμάτων. Τα ίδια κεφάλαια ανήλθαν το 2011 σε 3,75 εκατ. ευρώ εμφανίζοντας αύξηση (8,41%) σε σχέση με το 2010. Οι μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις μειώθηκαν με έντονο ρυθμό το 2011 (κατά 31,2%), ενώ οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις δεν παρουσίασαν αξιόλογη μεταβολή.
Οι συνολικές πωλήσεις των επτά εταιρειών του δείγματος υποχώρησαν κατά 2,5% το 2011/10. Μείωση παρουσίασε και το μεικτό κέρδος (-7,76%). Οι αρνητικές αυτές εξελίξεις είχαν ως αποτέλεσμα τη σημαντική επιδείνωση των λειτουργικών αποτελεσμάτων (-48,38%). Τελικά, το καθαρό αποτέλεσμα (προ φόρου εισοδήματος) παρουσίασε δραστική μείωση το 2011 (-47,22%) και διαμορφώθηκε σε 837 χιλ. ευρώ. Τα κέρδη EBITDA μειώθηκαν (κατά -20,63%) και διαμορφώθηκαν σε 2 εκατ. ευρώ περίπου το 2011.
Αξίζει να σημειωθεί επίσης, ότι το 2011 όλες οι επιχειρήσεις του δείγματος ήταν κερδοφόρες.