Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε σημείο καμπής, πράγμα που είναι εξαιρετικά σημαντικό τόσο για την Ελλάδα όσο και την υπόλοιπη Ευρώπη. Η επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές είναι ο μοχλός για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα- από το δημόσιο έλλειμμα ως το δημόσιο χρέος και την ανεργία.

Η κρίση χρέους που ξέσπασε το 2009 στην Ελλάδα ήταν αποτέλεσμα του μεγάλου δημοσιονομικού και εξωτερικού ελλείμματος της χώρας, για τις συνέπειες των οποίων είχε προειδοποιήσει η Τράπεζα της Ελλάδος. Το κόστος της κρίσης ήταν καταστροφικό για την ελληνική οικονομία. Η πραγματική παραγωγή έχει υποχωρήσει κατά 20%- και συνεχίζει να υποχωρεί. Ο δείκτης ανεργίας έχει ανέλθει στο 25% από το 8%- και εξακολουθεί να αυξάνεται. Το βιωτικό επίπεδο έχει πέσει απότομα- και εξακολουθεί να πέφτει. Τα μεγέθη προσεγγίζουν αυτά της Μεγάλης Υφεσης και ακόμα χειρότερα.

Και όμως, εν μέσω τέτοιων δυσκολιών και απογοήτευσης, τίθενται τα θεμέλια για μία ανανεωμένη και ανταγωνιστική ελληνική οικονομία. Τα τελευταία τρία χρόνια η Ελλάδα έχει κάνει πρόοδο για τη μεταρρύθμιση της οικονομίας της. Η δημοσιονομική προσαρμογή είναι εντυπωσιακή: παρά τη συρρίκνωση της οικονομίας, η οποία οδηγεί στην αναθεώρηση των στόχων προσαρμογής, το πρωτογενές ελλείμμα μειώθηκε κατά 9% ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Αλλά και το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας επίσης αντιμετωπίζεται. Η απώλεια κατά 30% της σχέσης εργασίας-κόστους στις αρχές του 2011 θα έχει εξαλειθφεί ως τα τέλη του έτους. Από το 2008, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας έχει συμβάλει στη μείωση του ελλείμματος τρέχουσων συναλλαγών κατά δύο τρίτα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Υπό το πλαίσιο της νέας συμφωνίας με την Τρόικα- την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο- θα ληφθούν νέα σημαντικά μέτρα για την απελευθέρωση της αγοράς προϊόντων και εργασίας, μαζί με αποκρατικοποιήσεις.

Η ελληνική στροφή ωστόσο δεν είναι πουθενά πιο εμφανής, όσο στον τραπεζικό τομέα. Πριν την κρίση, ο τραπεζικός τομέας ήταν άκρως ανταγωνιστικός, βάσει διεθνών κριτηρίων, με γερές βάσης. Η κρίση δημόσιου χρέους όμως έθεσε άσκησε πιέσεις καθώς οι τράπεζες γνώρισαν εκροές κεφαλαίων, αποκόπηκαν από τις αγορές κεφαλαίου και ανέλαβαν υψηλές απώλειες από τα κρατικά ομόλογα. Οι τράπεζες αντέδρασαν με απομόχλευση, διαδικασία η οποία από μόνη της οδήγησε σε οικονομική συρρίκνωση και δημιούργησε τρύπες αρνητικής ανατροφοδότησης μεταξύ χρηματοπιστωτικού και πραγματικού τομέα.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού τομέα θα ετίθετο σε κίνδυνο, με πιθανές συνέπειες πέραν της Ελλάδας. Ενα σφικτό, αναδιαρθρωμένο τραπεζικό σύστημα ήταν αναγκαίο- κάτι δύσκολο να επιτευχθεί υπό τις καλύτερες των περιστάσεων, αλλά εξαιρετικά δύσκολο εν μέσω μιας συρρικνούμενης οικονομίας.

Σε αυτό το περιβάλλον, η Τράπεζα της Ελλάδος, σε στενή συνεργασία με την Τρόικα, ξεκίνησε τη δημιουργία ενός βιώσιμου και επαρκώς κεφαλαιοποιημένου τραπεζικού τομέα, αναγνωρίζοντας ότι θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη χάραξη της μελλοντικής πορείας της οικονομίας. Ταυτοχρόνως, είχαμε πλήρη συναίσθηση ότι το οποιοδήποτε στραβοπάτημα μπορούσε να πυροδοτήσει μία πλήρους κλίμακος περιφερειακή τραπεζική κρίση.

Στόχος της στρατηγικής μας είναι η δημιουργία βιώσιμων θεσμών, καθώς και η αποδόμηση των μη βιώσιμων θεσμών με την ταυτόχρονη εξασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία:

· Ως μέρος της δανειακής συμφωνίας με τους επίσημους δανειστές, έχουν μπει στην άκρη 50 δισ. για την αναδιάρθρωση και την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα. Το συγκεκριμένο ποσό θα καλύψει και τις ανάγκες των θυγατρικών των ελληνικών τραπεζών στο εξωτερικό.

· Δημιουργήθηκε ένα συνολικό πλαίσιο λύσης, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη μία τεράστια διαδικασία συγχώνευσης του τραπεζικού τομέα. Εχουν διαχωριστεί έξι τράπεζες, ανάμεσά τους και η Αγροτική Τράπεζα, η μεγαλύτερη τράπεζα της Ευρώπης που διαχωρίστηκε ποτέ στην Ευρώπη. Οι τράπεζες που έχουν απομείνει βρίσκονται σε διαδικασία συγχώνευσης. Επιπλέον, έχουν προστατευθεί πλήρως όλοι οι καταθέτες, ούτως ώστε να υπονομευθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Κανένας καταθέτης δεν έχασε ούτε ένα ευρώ.

· Εχει ενισχυθεί η τραπεζική επιτήρηση. Η Τράπεζα της Ελλάδος ανέθεσε σε μία διεθνή εταιρεία, την BlackRock, να εκτιμήσει τα εγχώρια χαρτοφυλάκια δανεισμού των τραπεζών που έχουν πληγεί από την ύφεση. Η συγκεκριμένη κίνηση εξασφάλισε την ανεξαρτησία της διαδικασίας και αποτέλεσε μοντέλο που ακολούθησαν και άλλες χωρες, ανάμεσά τους η Ισπανία και η Κύπρος. Στη βάση αυτών των ευρημάτων, και των απωλειών που υπέστησαν οι τράπεζες από την κατοχή τίτλων του ελληνικού δημοσίου, η Τράπεζα της Ελλάδος υπολόγισε τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών ούτως ώστε η βασική αναλογία Tier 1 κεφαλαίου-επάρκειας να ανέλθει στο 9% ως τα τέλη του 2014.

Στο τέλος αυτής της διαδικασίας ,εκτιμώ ότι θα παραμείνουν τρεις μεγάλες, ισχυρές τράπεζες και κάποιες μικρότερες. Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις επτά μεσαίες προς μεγάλες τράπεζες και τις πάνω από 10 μικρές που υπήρχαν έναν χρόνο πριν. Το αναμενόμενο μερίδιο αγοράς των τραπεζών που έχουν απομείνει θα εξασφαλίσει ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, επιτρέποντας στα τραπεζικά ιδρύματα να επωφεληθούν από τις οικονομίες κλίμακος.

Το επόμενο βήμα είναι η ανακεφαλαιοποίηση των βασικών τραπεζών της Ελλάδας. Από τώρα έως τον επόμενο Απρίλιο, οι επενδυτές θα κληθούν να συμμετάσχουν στην έκδοση δικαιωμάτων προτίμησης με την πλήρη στήριξη του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, τον μηχανισμό στήριξης του τραπεζικού τομέα. Οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούν τότε να επιστρέψουν στον ρόλο τους, την χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας αλλά και να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους στην νοτιοανατολική Ευρώπη, όπου ελέγχουν σχεδόν το ένα τρίτο του τραπεζικού τομέα.

Το τραπεζικό σύστημα αποτελεί τον αιμοδότη κάθε οικονομίας. Καθώς οι ελληνικές τράπεζες γυρίζουν σελίδα σε ένα δύσκολο κεφάλαιο της ιστορίας τους, θα ακολουθήσει και η ευρύτερη οικονομία.

* Ο κ. Προβόπουλος είναι διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζα.

Διαβάστε το πρωτότυπο άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε, στην αγγλική γλώσσα