Αγεφύρωτες παραμένουν οι διαφορές μεταξύ Γερμανίας και ΔΝΤ για το θέμα του κουρέματος του ελληνικού χρέους, λίγα εικοσιτετράωρα πριν από το Eurogroup της Τρίτης 20 Νοεμβρίου.

Το ΔΝΤ δεν υποχωρεί από το στόχο μείωσης του ελληνικού χρέους στο 120% του ΑΕΠ ως το 2020, περιγράφοντας τη θέση ως «κόκκινη γραμμή». Αυτό ανέφερε την Πέμπτη στην Ουάσινγκτον ο αναπληρωτής εκπρόσωπος του ΔΝΤ κ. Ουίλιαμ Μάρεϊ καλώντας τους Ευρωπαίους να κάνουν περισσότερα.
Πάντως εμπλοκή προς το παρόν δεν υπάρχει. Η Ουάσινγκτον περιμένει τη νέα πρόταση της ευρωπαϊκής πλευράς που ετοιμάζεται σε Βρυξέλλες, Βερολίνο και Φρανκφούρτη και η οποία δεν περιλαμβάνει κούρεμα του επίσημου-θεσμικού τομέα (Official Sector Involvement – OSI) αλλά ένα μίγμα δράσεων, από τη μείωση επιτοκίων ως το ενδεχόμενο να παραιτηθεί των κερδών της για τα ελληνικά ομόλογα που κατέχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
«Κλειδί» οι γερμανικές εκλογές του 2013
Ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε επέμεινε την Πέμπτη στη γραμμή του «βλέποντας και κάνοντας» και προανήγγειλε… μισή λύση για την Ελλάδα την ερχόμενη Τρίτη στο Eurogroup, κάνοντας λόγο για κάλυψη του κόστους του προγράμματος μόνο ως το 2014. Αναλυτές εκτιμούν ότι αυτή θα είναι στο εξής η θέση του Βερολίνου, που είναι προφανές ότι θα προτιμούσε σε αυτή τη φάση (και ει δυνατόν και ως τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2013) να μη συζητηθεί ένα βαρύ κούρεμα του χρέους.
Σε αυτή την περίπτωση το «χάσμα» των 13,5 δισ. ευρώ ως το 2014 θα μπορούσε να καλυφθεί χωρίς νέο δανεισμό και χωρίς «επίσημο» κούρεμα (OSI). Ενα γενικευμένο OSI εμπεριέχει τον κίνδυνο να μην επιστραφεί ένα μέρος από τα δάνεια των χωρών της ευρωζώνης (άρα και της Γερμανίας) προς την Ελλάδα από το Μάιο του 2010, κάτι που θα μπορούσε να αποδειχθεί καταστροφικό για την εκλογική στρατηγική της καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ. Αντιθέτως, η κάλυψη του κενού ως το 2014 θα μπορούσε σύμφωνα με διπλωματικές πηγές να επιτευχθεί αν το EFSF δανείσει την Ελλάδα με μηδενικά επιτόκια. Ομως το ΔΝΤ αντιδρά έντονα σε μια τέτοια «βραχυπρόθεσμη» λύση, η οποία σύμφωνα με τη γνώμη των περισσότερων (ανεξάρτητων) αναλυτών θα έκρυβε το πρόβλημα κάτω από το χαλί.
Παραλλαγές των λύσεων που εξετάζει η ζώνη του ευρώ και κυρίως το Βερολίνο για την Ελλάδα παρουσιάστηκαν την Πέμπτη από το γερμανικό Τύπο. Η εφημερίδα Sueddeutsche Zeitung ανέφερε ότι η ευρωζώνη εξετάζει την απευθείας μεταβίβαση βοήθειας προς την Ελλάδα μέσω του EFSF, με ριζική μείωση των επιτοκίων. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, τα δάνεια που παρέχονται από τον EFSF θα μπορούσαν να προσφέρονται με σχεδόν μηδενικό επιτόκιο, περίπτωση στην οποία τα κράτη της Ευρωζώνης θα πρέπει να καλύψουν τη διαφορά.
Η αντίδραση του ΔΝΤ
Από την πλευρά του ΔΝΤ η διευθύντριά του Κριστίν Λαγκάρντ θα συμμετάσχει στη συνάντηση του Eurogroup στις 20 Νοεμβρίου και γι’ αυτό το λόγο συντομεύει το ταξίδι της στην Ασία.
«Το ΔΝΤ έχει κάνει όσα πρέπει εντός του πλαισίου του καταστατικού του» υποστήριξε ο κ. Μάρεϊ, επισημαίνοντας ότι «είναι προφανές ότι θα πρέπει να υπάρξουν άλλες δράσεις για να επιτευχθεί η βιωσιμότητα του χρέους». Σε ερώτηση αν εννοεί τους Ευρωπαίους δανειστές της Ελλάδας, τόνισε ότι «πιθανώς», χωρίς να διευκρινίσει όμως τη μορφή των δράσεων.
«Θέλουμε μια πραγματική και όχι βραχυπρόθεσμη λύση»

«Θέλουμε μια πραγματική και όχι βραχυπρόθεσμη λύση» δήλωσε ο κ. Μάρεϊ συμπληρώνοντας ότι «είναι καθοριστικής σημασίας το ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Αυτό σημαίνει ότι ως το 2020 θέλουμε να δούμε το χρέος της Ελλάδας στο 120% του ΑΕΠ της». Στη συνέχεια, διατύπωσε την άποψη πως «το ΔΝΤ έχει κάνει ο, τι χρειάζεται να γίνει μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του».
«Είναι ξεκάθαρο», υποστήριξε, «ότι θα πρέπει να υπάρξουν άλλες ενέργειες για την επίτευξη της βιωσιμότητας του χρέους» αλλά ξεκαθάρισε ότι το ΔΝΤ δεν μπορεί να κάνει περισσότερα, παραχωρώντας δάνεια «μηδενικού επιτοκίου», όπως συμβαίνει με φτωχές χώρες, προσθέτοντας μάλιστα ότι η Ελλάδα «θεωρείται πλούσια χώρα».
Τέλος, αναφερόμενος ξανά στη συνεδρίαση της 20ης Νοεμβρίου, τόνισε ότι θα επιδιωχθεί η σύναψη συμφωνίας για τον τρόπο μείωσης του ελληνικού χρέους σε βιώσιμα επίπεδα τονίζοντας ότι «κρίνεται απαραίτητη».