Την εκτίμηση ότι θα απαιτηθεί δραστική μείωση του ελληνικού χρέους άνω των 80 δισ. ευρώ για να περιοριστεί το ελληνικό δημόσιο χρέος στα επίπεδα του 120% του ΑΕΠ έως το 2020 εκφράζουν αναλυτές της Goldman Sachs σε έκθεση που δημοσιοποίησαν την Τρίτη με τίτλο : «Βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους: Επιβεβλημένη Αναδιάρθρωση του Επίσημου Τομέα».

Οι αναλυτές της επενδυτικής τράπεζας Θεμιστοκλής Φιωτάκης, Lasse Holboell Nielsen και Antoine Demongeot σημειώνουν σε έκθεσή τους ότι για να αυξηθούν υπό ρεαλιστικές παραδοχές οι πιθανότητες μειώσεως του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 120% έως το 2020, θα απαιτηθεί μια πολύ μεγαλύτερη μείωση του δανειακού βάρους η οποία θα ξεπεράσει ακόμη και τα 80 δισ. ευρώ.

Η Goldman Sachs κάνει αναφορά στις λύσεις για την ελάφρυνση του χρέους που βρίσκονται υπό συζήτηση και θεωρούνται πολιτικά εφικτές και αφορούν στη μείωση των επιτοκίων των διμερών δανείων, στην επιστροφή των κερδών από τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου που κατέχουν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, αλλά σε ένα πρόγραμμα επαναγοράς χρέους.

Ξεκαθαρίζεται δε πως αυτές οι παρεμβάσεις δεν επαρκούν για να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του χρέους όπως αυτή ορίζεται από τους φορείς χάραξης πολιτικής και μεταξύ άλλων προτείνεται η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από τον ESM (η οποία όπως αναφέρεται δεν μπορεί να περιλαμβάνει το σύνολο των 48 δισ. ευρώ για τεχνικούς λόγους ).

Οι ίδιοι αναφέρουν ότι αυτή η περίπτωση φαίνεται επί του παρόντος πολιτικά ανέφικτη και θεωρούν ως πιο πιθανή έκβαση κάποια μικρή ελάφρυνση του χρέους, τη συνέχιση της χρηματοδότησης από τον επίσημο τομέα, αλλά και τη διατήρηση της αβεβαιότητας σχετικά με το προφίλ του ελληνικού χρέους.

«Αυτή η αβεβαιότητα θα καθυστερήσει την ελληνική ανάκαμψη εν αντιθέσει με τις επιπτώσεις που θα είχε μια αποφασιστική διαγραφή χρέους και θα αναβάλει την επίλυση των ζητημάτων που άπτονται του ελληνικού χρέους», τονίζουν οι αναλυτές της Goldman Sachs.

Σύμφωνα με την Goldman Sachs το βάθος της ύφεσης και οι πολιτικές επιπτώσεις της δημιουργούν κινδύνους για την παραδοχές στις οποίες βασίζεται το πρόγραμμα προσαρμογής και η εφαρμογή του.